Λογοτεχνικό ανθολόγιο - Διάφορα 27/02/2018

Αφιερωμα στον Ζαχαρία Παπαντωνίου 1877 - 1940

Η Προσευχή του Ταπεινού
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά σου λέω την προσευχή μου:
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ' τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάστηξα· μου δίνεις και την ξένη.
Μ' απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν' αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δε χτυπά κανείς απ' τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν' ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή, τη δύση έχω κοιτάξει,
έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι,
ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα, να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή· πολύ 'ναι τέτοια ελπίδα!
Ευδόκησε ν' αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω.
Σ' ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

Λυπημένα Δειλινά
Στης γειτονιάς της φτωχικής
γυρίζει ο νους μου τα στενά,
τα λυπημένα δειλινά
στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
το μαραμένο θηλυκό
δίχως ελπίδα και μιλιά
ποτίζει το βασιλικό.
Κανείς διαβάτης δεν περνά,
κανένα αυτή δεν καρτερεί,
πού στο μπαλκόνι ορθή φορεί
το γιορτινό της το γκρενά.
Σα Μοίρα κάθεται μια γριά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.
Στο σύννεφο το βυσσινί
θα πέσει ο ήλιος να κρυφτή.
Ψαλμός ακούγεται ή φωνή
του τελευταίου πραματευτή.
Όλα σταμάτησαν εκεί.
Αργεί πολύ να ρθή ή βραδιά...
Πώς έχω την ψυχή βαριά
το δειλινό την Κυριακή.

Ο Γεροβοσκός
Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα κι εγέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα.
Τις κορφές επάτησα
και νυχτοπερπάτησα,
και σε δέντρα γέρικα
είδα κι είδα αγερικά!
Σε ψηλές ανηφοριές
σα κοτσύφι εχύθηκα,
κι έπεσα σε ρεματιές
και αποκοιμήθηκα.
Πάνω στη καπότα μου,
φορεσιά και στρώμα μου,
είδα ονείρατα γυρτός,
ξυπνητός και κοιμιστός.
Σ' αητοράχη εσκάλωσα
με το λύκο εμάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές,
σε τετράψηλες κορφές.
Είδα τ' άστρι στο βουνό,
που το λένε αυγερινό
και στη καθαρή βραδιά
χόρτασα τη ξαστεριά.
Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Πήρα τα μικρά τ' αρνιά,
σαν παιδιά στην αγκαλιά,
μια ζωήν επέρασα
κι ειπ' ο θεός και γέρασα,
και το χιόνι το πολύ,
μου 'πεσε στη κεφαλή.
Άιντε προβατάκια μου,
περπατάτε, αρνάκια μου,
πάμετε σιγά σιγά
και μας πήρεν η βραδιά.

Ρούμελη
Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ...
Ψηλά που με νανούριζες καημένα Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό,
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίση.
Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγκους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια.
Κάμπε αττικέ, με πλάνεψες, κι εγώ για τις κορφές πονώ
και για τραχιές ανηφοριές σηκώνω το κεφάλι...
Φυλακωμένη πέρδικα που κλαίει γι᾿ αλαργινό βουνό
δέρνει η ψυχή μου στο κλουβί τα νύχια της κοράλλι.

Σερενάδα
Στο Παράθυρο Του Σοφού
Σοφέ μου, το τετράσοφο
που σε φωτάει λυχνάρι
να 'τανε, λέει, φεγγάρι
κι συ είκοσι χρονώ !
Nά 'τανε τάχα η γνώση σου
με τον αγέρα αμάχη,
για δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...
Nά 'τανε τάχα η σκέψη σου
συρτού χορού τραγούδια,
μιαν αγκαλιά λουλούδια,
μιαν ιστορία τρελλή,
τα μύρια που δε γνώρισες
νερό θα τα είχες μάθει,
με δάσκαλο τα πάθη,
μ' ένα κλεφτό φιλί.
Πολύ την καταφρόνεσες
τη ζωή, π' ανάθεμά τη...
Και τώρα; Eίναι φευγάτη
σαν όνειρο πρωινό.
Xειλάκια ανθούν στη γειτονιά,
γαρούφαλα στη γλάστρα-
κιε συ διαβάζεις τ' άστρα
και το βαθύ ουρανό.
Βιογραφικο:
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει.
Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην Ακρόπολη του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Πολεμικά τραγούδια, συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η Εφημερίδα των συζητήσεων, ο Χρόνος και η Σκριπ, στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας Η Εθνική Γλώσσα, με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη Προς το ελληνικό Έθνος, εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας Εμπρός του Αριστείδη Κυριακού.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα Εμπρός ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε.
Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ.Ανδρεάδη, Αλ.Δελμούζο, Π.Νιρβάνα και Μ.Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα Ψηλά Βουνά, έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος).
Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή Τα χελιδόνια, αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο Παιδικά τραγούδια. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα Ψηλά Βουνά. Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του Πεζοί ρυθμοί και τους τρεις τόμους των Νεοελληνικών αναγνωσμάτων για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του Διηγήματα, ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο Ο όρκος του πεθαμένου, διασκευή από το δημοτικό τραγούδι Του νεκρού αδελφού, η ποιητική συλλογή Τα Θεία Δώρα, το ιστορικό δοκίμιο Ο Όθων οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις Άγιον Όρος και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους Βυζαντινός όρθρος και Η θυσία.
Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πέθανε την πρώτη μέρα του Φεβρουάρίου του 1940 από καρδιακή συγκοπή. Πολλά ανέκδοτα κείμενά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.