Λογοτεχνικό ανθολόγιο - Διάφορα 10/02/2018

2018-02-10

«Η τρόικα» του Νικολάι Νεκράσοφ

Τι κοιτάς με λαχτάρα στον δρόμο
μακριά απ' τις χαρούμενες φίλες;
Της καρδιάς, μάλλον, συναγερμός χτύπησε -
το πρόσωπό σου ολάκαιρο ξαφνικά φούντωσε.

Γιατί τρέχεις βιαστικά
πίσω από τη γρήγορη τρόικα;
Ο νεαρός αξιωματικός με τα χέρια στη μέση,
σε κοιτάζει επίμονα.

Δεν είν' περίεργο να σε κοιτάζει,
καθένας μπορεί να σ' ερωτευθεί,
καθώς ανεμίζει παιχνιδιάρικα η άλικη κορδέλα
στα μαλλιά σου, τα μαύρα σαν νύχτα˙

στα ροδαλά μάγουλα μελαψό
αχνοφαίνεται ένα ελαφρύ χνούδι,
κάτω από φρύδια τοξωτά
βλέπεις μια έξυπνη και πονηρή ματιά.

Και μόνο το βλέμμα του μαυρόφρυδου αγριμιού,
γεμάτο μαγεία, ανάβει φωτιά,
ο γέρος με δώρα θα φαλιρίσει,
και στην καρδιά του νέου αγάπη θα φυτρώσει.

Μα εσένα στο μερτικό σου δεν πέφτει
να είναι γεμάτη κι ανάλαφρη η ζωή σου...
με την καρδιά σου να ζήσεις και να χαρείς:
άτσαλο μουζίκο θα βρεις.

Δένοντας το φουστάνι κάτω από τις μασχάλες
το στήθος σου θα φαίνεται άσχημο,
θα σε χτυπάει ο πικρός άντρας
και με δουλειές θα σε παιδεύει η πεθερά.

Απ' τη δουλειά τη μαύρη και τη δύσκολη
θα μαραθείς, δεν θα προλάβεις να ανθίσεις,
στη χαύνωση μέσα θα χαθείς,
θα δουλεύεις, θα τρως και θα νταντεύεις.

Στο πρόσωπό σου, το γεμάτο ζωντάνια,
το γεμάτο ζωή θα φανεί ξαφνικά
μια έκφραση απελπισμένης υπομονής
κι ένας χωρίς νόημα αιώνιος φόβος.

Και θα σε θάψουν σε τάφο υγρό,
σαν τελειώσεις τον δύσκολο δρόμο,
τη χαμένη άσκοπα δύναμη
την ψυχή που δεν ένιωσε ζεστασιά.

Μην κοιτάς με βαθιά θλίψη στον δρόμο
και μη βιάζεσαι ν' ακολουθήσεις την τρόικα,
σβήσε τη νοσταλγία από την ανήσυχη καρδιά
στα γρήγορα και για πάντα!

Δεν θα προλάβεις την ξέφρενη τρόικα:
Με άλογα ταϊσμένα, γρήγορα και γερά,
-ο μεθυσμένος αμαξάς- σε μιαν άλλη
βιάζεται να πάει τον νεαρό αξιωματικό...

Ο Νικολάι Αλεξέγεβιτς Νεκράσοφ γεννήθηκε το 1821 στο Νεμίροφ της περιφέρειας Παντόλσκαγια και πέθανε το 1877 στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν ποιητής, συγγραφέας αλλά και εκδότης. Από το 1847 έως το 1866 διηύθυνε το λογοτεχνικό και κοινωνικοπολιτικό περιοδικό Σαβρεμένικ(σημαίνει «Σύγχρονο») και από το 1868 έγινε συντάκτης του περιοδικού Ατιέτσεστβενιε Ζαπίσκι («Πατριωτικές αναμνήσεις»). Συγκαταλέγεται στους επαναστάτες-δημοκράτες. Το ποίημα «Η τρόικα» («τρόικα» είναι η άμαξα με τρία άλογα) γράφτηκε το 1848 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σαβρεμένικ. Συγκαταλέγεται στους επαναστάτες που διεκδικούσαν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ο Νεκράσοφ, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στη σκληρή ζωή των ανθρώπων, αφιερώνει το ποίημα στη Ρωσίδα αγρότισσα και στη μοίρα της, την οποία περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο.


«Και πώς να το πεις!» της Πουπερμίνας

Κατέβασε το ρούχο και το κοίταξε, πρησμένο τσίτα. Όρθια κεραία η κορφή του, άγριο βύσσινο. Να σφύζει και μέσα να πάλλεται. Να απαιτεί. Πόροι κι αγγεία σε συναγερμό. Το υγρό να μη σταματά να παράγεται.

-Πότε;

-Αμέσως τώρα.

Ζεστό, σχεδόν εμπύρετο. Έτοιμο να εκραγεί. Με κάθε τρόπο να ζητά ν' αδειάσει. Δεν στέργει άλλο, μόνο να βρει ανακούφιση, να εκτονωθεί!

Είχε ξυπνήσει νύχτα από μιαν αναθεματισμένη δίψα και βγήκε στο διάδρομο μέχρι τον ψύκτη. Κατέβασε κάπου ενάμισι λίτρο. Εύκολα.

Τώρα χαράματα, στην «Ώρα του αγρότη» -είχε αποβραδίς αφήσει το ραδιόφωνο ανοικτό-, εκπέμπανε οδηγίες για το σωστό άρμεγμα. Ψηλά το σύμπαν μειδιούσε ειρωνικά. Για ξαναδές αυτό το αίσθημα μοναδικότητας!

Πονάει. Δε χωράει πουθενά. Κι αν το μαλάξει; Θα το ξοδέψει άδικα. Οι αδένες έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα - μα τώρα ποιος κλείνει το μάτι, σα με την ευκαιρία να υποδεικνύει μιαν υπόρρητη σχέση της κλοτσιάς με τη Lacta; Κάθοδος γάλακτος, βλέπεις, ορμητική. Ν' αφήσει τα λόγια, τώρα τι κάνει! Μα να μη νοιάζεται ποιος θα βρεθεί να του το δώσει επιζητώντας εκτόνωση! Φτάνει ν' αδειάσει. Κι ακόμα εξίμισι!

Επτά παρά τέταρτο μοιράζουν στα δωμάτια τ' ακρυλικά κρεβατάκια σε ρόδες. Θα της τον φέρουν. Ολάκερος ένα στόμα αχόρταγο. Σώμα από το σώμα της. Ροδαλές πτυχώσεις, εκκρίσεις μύρο, νυχάκια διάφανα, μάτια κλειστά. Με δέρμα απαλό, εύθραυστα μέλη και μικροσκοπικό τώρα όργανο που κάποτε, στην ώρα του, ζεστό και σφύζον κι εκείνο θα απαιτεί - παρόμοια τάχα μ' αυτό; Που θα 'χει, ωστόσο, και ειδικό για την περίσταση της έντασής του όνομα, όχι ανώνυμο σαν ετούτο - και πώς να το πεις;

Κείνη την ώρα αναρωτήθηκε μήπως στιγμιαία κάτι σα να 'πιασε από τ' αρσενικά. Με κάθε τρόπο ν' αδειάσει. Σχεδόν τα συμπάθησε για το καμιά φορά πολύ άκομψο κυνήγι τους - άμα λάχει, ό,τι κάτσει;

Η Πουπερμίνα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και ασκεί μάχιμα την αρχιτεκτονική. Είναι συντάκτρια του ιστολογίου «Μηχανικό Μολύβι (αμήχανες ιστορίες διά δικτύου)», όπου δοκιμάζει και δοκιμάζεται με κείμενα και στίχους. Κάποια έχουν δημοσιευθεί στις ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες «τοβιβλίο.net», «Φρέαρ» και «bibliothèque».


Ένα ποίημα της Μαρίνας Τσβετάγεβα

Να πάλι το παράθυρο

που πάλι δεν κοιμούνται.
Ίσως κρασί να πίνουνε
ίσως να κάθονται έτσι.
Ίσως απλά τα χέρια τους
οι δυο να μη χωρίζουν.
Το κάθε σπίτι, φίλε μου,
έχει τέτοιο παράθυρο.

Ω εσύ παράθυρο της νύχτας!
Βουή συναπαντήσεων, βουή και χωρισμών
είτε με φλόγες εκατό
είτε και μόνο τρεις...
Εμένα το μυαλό μου
δεν βρίσκει ηρεμία.
Και στο δικό μου σπίτι
ξεπρόβαλ' ένα τέτοιο.

Δεήσου, φιλαράκι μου, για σπίτι ξυπνητό,
με φώτα παραθύρι!

Η Μαρίνα Ιβάνοβνα Τσβετάγεβα (1892-1941) είναι μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ού αιώνα και του Αργυρού αιώνα της ποίησης. Το παραπάνω ποίημα γράφτηκε στη διάρκεια του θυελλώδους έρωτά της με τη Σοφίγια Παρνόκ, που εκείνη την εποχή ήταν γνωστή ποιήτρια και κριτικός. Γνωρίστηκαν στις 16 Οκτωβρίου 1914, όταν η Μαρίνα ήταν 22 ετών και η Παρνόκ 29 και ο έρωτας αυτός κράτησε ενάμιση χρόνο.


«Νύχτες στη βίλα» του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ

Ήταν γλυκές και κουραστικές αυτές οι νύχτες χωρίς ύπνο. Ο άρρωστος καθόταν στην πολυθρόνα. Εγώ ήμουν κοντά του. Ο ύπνος δεν τολμούσε ν' αγγίξει τα βλέφαρά μου. Σιωπηλά και καρτερικά φαινόταν να σέβεται την άγια τούτη νυχτερινή αγρύπνια. Μου φαινόταν τόσο γλυκό να κάθομαι δίπλα του, να τον κοιτάζω. Είχαν περάσει κιόλας δύο νύχτες που συζητούσαμε στον ενικό. Πόσο κοντινός μου έγινε μετά από αυτό! Ήταν το ίδιο πράος, ήσυχος, ήρεμος. Θεέ μου, με τι χαρά, με τι ευχαρίστηση θα έπαιρνα επάνω μου την αρρώστια του, και αν ο δικός μου ο θάνατος θα μπορούσε να του ξαναφέρει την υγεία, με πόση προθυμία θα έσπευδα να το κάνω.

Δεν ήμουν σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Είχα, εντέλει, αποφασίσει να κοιμηθώ στο δικό μου. Ω, πόσο χυδαία, πόσο ποταπή ήταν αυτή η νύχτα που πέρασα με τα άθλια όνειρά μου! Κοιμήθηκα άσχημα, παρόλο που όλη τη βδομάδα πέρασα άυπνες νύχτες. Με βασάνιζε η σκέψη του. Τον φανταζόμουν ικετευτικό, επικριτικό. Είδα τα μάτια της ψυχής του. Έτρεξα την άλλη μέρα το πρωί και πλησίασα κοντά του σαν εγκληματίας. Με είδε από το κρεβάτι που κειτόταν. Χαμογέλασε σαν άγγελος που έχει τη συνήθεια να χαμογελάει. Μου έδωσε το χέρι. Το έσφιξα με αγάπη. «Προδότη» μου είπε «με πρόδωσες!». «Άγγελέ μου» του είπα «συγχώρα με! Υπέφερα κι εγώ με τα βάσανά σου, ήμουν ανήσυχος όλο το βράδυ, δεν είχα ηρεμία, συγχώρα με!». Ήταν πράος! Έσφιξε το χέρι μου! Είχα εντελώς ανταμειφθεί για τις ανησυχίες μου, που προκλήθηκαν με το ανόητο πέρασμα της νύχτας. «Το κεφάλι μου είναι βαρύ» είπε. Άρχισα να του κάνω αέρα με ένα κλαδί δάφνης. «Αχ, τι δροσερό και ωραίο» είπε. Τα λόγια του ήταν ό,τι έπρεπε! Και τι δεν θα έδινα τότε, από τα αγαθά της γης, όχι τα άθλια, τα πρόστυχα, τα δυσάρεστα αγαθά, γι' αυτά δεν αξίζει να μιλάς! Σ' εσένα, που θα πέσουνε στα χέρια, αν πέσουνε, αυτές οι όχι στιβαρές λέξεις με τις αδύναμες εκφράσεις των συναισθημάτων μου, θα καταλάβεις. Αλλιώς δεν θα έχουνε πέσει σ' εσένα. Θα καταλάβεις πόσο βαρύ είναι το φορτίο των θησαυρών και των τιμών, αυτό το κραυγαλέο δόλωμα για τις ξύλινες κούκλες που ονομάζονται κόσμος. Ω, πόσο ευχάριστο θα μου ήταν, με τι θυμό θα ποδοπατούσα και θα εξουδετέρωνα όλα όσα σκορπίζει με το ισχυρό της σκήπτρο η βασίλισσα της νύχτας, και μόνο αν ήξερα με τι αντίτιμο να αγοράσω ένα γελάκι, που θα σηματοδοτούσε μια ήρεμη ανακούφιση στο πρόσωπό του.

«Τι μου ετοίμασες γι' αυτόν τον σκληρό Μάη!» μου είπε ξυπνώντας με, ενώ καθόταν στην πολυθρόνα, ακούγοντας τα τζάμια που έτριζαν από τον αέρα, τον αέρα που αποσπούσε τα αρώματα από τα ανθισμένα άγρια γιασεμιά και τις άσπρες ακακίες και τα ανακάτευε με τα πέταλα των τριαντάφυλλων.

Βγήκα στις δέκα. Τον άφησα τρεις ώρες για να ξεκουραστεί λιγάκι και να του προσφέρω μια κάποια αλλαγή, έτσι ώστε η επιστροφή μου να του είναι ευχάριστη. Βγήκα στις δέκα. Πάνω από μία ώρα ήταν μόνος. Οι προηγούμενοι επισκέπτες είχαν φύγει από ώρα. Ήταν μόνος, η ατονία της βαρεμάρας εκφραζόταν στο πρόσωπό του. Με είδε. Κούνησε ελαφρά το χέρι. - «Σωτήρα μου!» μου είπε. Μέχρι σήμερα γελούν τα μουστάκια μου με αυτή τη λέξη. «Άγγελέ μου, σου έλειψα;» «Ω, μου έλειψες!» απάντησε. Τον φίλησα στο ώμο. Μου πρότεινε το μάγουλό του. Φιληθήκαμε. Με κρατούσε ακόμα από το χέρι.

Όγδοη νύχτα

Δεν του άρεσε και δεν ξάπλωνε σχεδόν καθόλου στο κρεβάτι. Προτιμούσε να είναι καθιστός στην πολυθρόνα. Εκείνη τη νύχτα ο γιατρός έδωσε εντολή να ξεκουραστεί. Σηκώθηκε απρόθυμα και στηριγμένος στον ώμο μου πήγε στο κρεβάτι του. Ψυχούλα μου! Το κουρασμένο του βλέμμα, η ζεστή εμπριμέ ρόμπα του, τα αργά του βήματα... Όλα αυτά τα βλέπω, όλα αυτά είναι μπροστά μου. Μου έλεγε στο αυτί, έχοντας γυρίσει στο πλευρό και κοιτάζοντας το κρεβάτι: «Είμαι πια χαμένος» - «Θα μείνουμε μόνο μισή ώρα στο κρεβάτι» του είπα «μετά θα πάμε πάλι στην πολυθρόνα».

Σε κοίταζα, αγαπημένο μου, τρυφερό λουλούδι! Όλη αυτή την ώρα που ήσουν ξαπλωμένος ή που λαγοκοιμόσουνα στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα, παρακολουθούσα τις κινήσεις σου, τις στιγμές σου, αλυσοδεμένος μαζί σου με μια ακατανόητη δύναμη.

Πόσο παράξενα καινούρια ήταν τότε η ζωή μου και πως μαζί του διάβαζα την επανάληψη κάτι παλιού, από πολύ καιρό περασμένου. Όμως μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο να σας δώσω μια ιδέα γι' αυτόν: επέστρεψε πετώντας σε μένα ένα τρυφερό κομμάτι των νιάτων μου, όταν η νεαρή ψυχή ψάχνει τη φιλία και την αδελφοσύνη στους συνομηλίκους της, μια φιλία εντελώς νεανική, γεμάτη τρυφερότητα, σχεδόν με ασήμαντα πράγματα που συναγωνίζεται τα φανερά σημάδια μιας τρυφερής σχέσης. Όταν κοιτάζει γλυκά στα μάτια και είναι εντελώς έτοιμη για θυσίες που συχνά δεν χρειάζονται καθόλου. Και όλα αυτά τα γλυκά συναισθήματα, τα νεανικά, τα τρυφερά -αλίμονο, κάτοικοι του άλλου κόσμου!-, όλα αυτά τα συναισθήματα επιστρέψανε σε μένα. Θεέ μου! Γιατί; Σε κοίταζα. Τρυφερό μου νεανικό λουλούδι! Γιατί ενώ μύριζα αυτό το άρωμα της τρυφερής πνοής της νιότης, να βυθιστώ ξαφνικά στη μεγάλη θανάσιμη ψύχρα των συναισθημάτων, να γεράσω δεκαετίες ολόκληρες, να δω απελπισμένος τον αφανισμό της ζωή μου; Έτσι, η σβησμένη φλόγα στέλνει ακόμα στον αέρα τις τελευταίες λάμψεις, φωτίζοντας με ζωντάνια τους ζοφερούς τοίχους, για να γραφτεί στους αιώνες και...

Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852) γεννήθηκε στο χωριό Βελίκιε Σαρότσιντσι του κυβερνείου της Παλτάβας, που σήμερα ανήκει στην Ουκρανία. Είναι ένας από τους κλασικούς της ρωσικής λογοτεχνίας.

Το κείμενο αυτό είναι ένα ημιτελές χειρόγραφο από το ημερολόγιό του, το οποίο αναφέρεται στον θάνατο του 22χρονου φίλου του, κόμη Ιωσήφ Μιχάιλοβιτς Βιελγκόρσκι, που πέθανε από φυματίωση, έξω από τη Ρώμη, στη βίλα του πρίγκιπα Βαλκόνσκι, τον Μάιο του 1839. Ο Βιελγκόρσκι ήταν γιος του διάσημου μουσικού παράγοντα και μαικήνα Μ. Γ. Βιελγκόρσκι. Ο Ιωσήφ ήταν στη συνοδεία του διαδόχου (του μελλοντικού Αλεξάνδρου Β΄) μαζί με τον Αλεξέι Τολστόι και τον Ζουκόφσκι.


Ένα ποίημα του Όσιπ Μαντελστάμ

Το χρυσό μέλι αναβλύζοντας από το μπουκάλι έρεε σταλάζοντας
τόσο πυκνό και τόσο αργά που πρόλαβε να προφέρει η δέσποινα:
- Εδώ, στη θλιβερή Ταυρίδα, όπου μας έφερε η μοίρα,
καθόλου δεν βαριόμαστε - και στράφηκε σ' εκείνον.

Τα πάντα στη δούλεψη του Βάκχου
κανείς στο δρόμο δεν υπάρχει, μόνο σκυλιά-φρουροί.
Oι μέρες κυλούν ήρεμα, σαν τα βαριά βαρέλια.
Απ' την καλύβα μακριά φτάνουνε φωνές - ούτε γροικάς, ούτ' απαντάς.

Μετά το τσάι βγήκαμε σε κήπο αχανή μέσα στις καστανιές,
σαν βλέφαρα τα σκούρα στόρια χαμήλωσαν στα παραθύρια.
Περνώντας τους στύλους τους λευκούς φτάσαμε στ' αμπέλια,
εκεί που κατεβαίνει ο διάφανος αέρας από τα κοιμισμένα όρη.

Και είπα: «το αμπέλι αυτό, από τον Τρωικό πόλεμο υπάρχει,
όπου οι σγουρόμαλλοι καβαλάρηδες με στρατηγική
στην πετρώδη Ταυρίδα, με ελληνική τέχνη ακόμα ζωντανή, μάχονταν
στα χρυσά στρέμματα πάνω σε εκλεκτές οξειδωμένες κρεβατίνες».

Και στο λευκό, σαν μαλλί στο ροδάνι, δωμάτιο υπάρχει ησυχία.
Μυρίζει ξίδι, μπογιά και φρέσκο κρασί στο υπόγειο,
θυμήσου, στο ελληνικό σπίτι η πιο αγαπημένη απ' όλες τις γυναίκες,
δεν ήταν η Ελένη -ήταν η άλλη- και πόσο πολύ ύφανε!

Χρυσόμαλλο δέρας, πού είσαι, χρυσόμαλλο δέρας;
Σε όλο το δρόμο κτυπούσαν τα φοβερά θαλάσσια κύματα.
Και, αφού έχασε το πλοίο, ανοίγοντας πολλούς δρόμους στη θάλασσα,
επέστρεψε ο Οδυσσέας γεμάτος τόπους και ιστορίες.

Η Κριμαία είναι ένας τόπος γεμάτος με ελληνικές αρχαιότητες γι' αυτό συχνά, ακόμα και σήμερα, οι Ρώσοι την ονομάζουν Ταυρίδα. Ο Μαντελστάμ έγραψε αυτό το ποίημα τον Αύγουστο του 1917 στην Κριμαία όπου τον φιλοξενούσαν η Βέρα και ο Σεργκέι Σουντέικιν. Στις εκδόσεις του 1918 και του 1922 το ποίημα είχε τίτλο «Το Αμπέλι» ενώ στις επόμενες εμφανίστηκε άτιτλο.

Ο Μαντελστάμ ήταν θαμώνας του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού καμπαρέ «Αλητόσκυλο», εκεί όπου συγκροτήθηκε η παρέα των ακμεϊστών και εκεί όπου μπήκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για το μανιφέστο τους. Στην παρέα συμμετείχαν η Άννα Αχμάτοβα, ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, ο Ίγκορ Σερεμπριάνιν, η Ναντιέζντα Τέφι, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ, ο Φσιέβολοντ Μεγερχόλντ, ο Μιχαήλ Κουσμίν, ο Αρτούρ Λουριέ, ο Αλεξέι Τολστόι, ο Αρκάντι Αβέρτσενκο κ.ά.

Η σχέση του Μαντελστάμ με τις αρχές ήταν πάντα τεταμένη. Ακόμη και πριν την επανάσταση θεωρούνταν επίφοβος για επαναστατική εξέγερση. Μετά την επανάσταση συνελήφθη τέσσερις φορές: δύο φορές το 1920, την τρίτη το 1934 από την ΟΓΚΕΠΕΟΥ στη Μόσχα και την τέταρτη από τη ΝΙΚΑΒΕΝΤΕ στο σπίτι ανάπαυσης του σοβιετικού καθεστώτος «Σαμάτιχ» στο Μεσέρ το 1938.

Γεννήθηκε το 1891 και πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου 1938 από τύφο στο μεταγωγικό γκουλάγκ Βλάντπερπουνκτ του Βλαδιβοστόκ. Αποκαταστάθηκε μετά θάνατον, το 1956 για την υπόθεση του 1938 και το 1987 για την υπόθεση του 1934. Είναι άγνωστη η τοποθεσία του τάφου του.


Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena?start=32

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε