Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο... 29/01/2018
«Το ματωμένο του έργο» του Graeme Macrae Burnet

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα του Graeme Macrae Burnet ''Το ματωμένο του έργο '' (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου) που κυκλοφορεί απο 9 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο κύριος Σίνκλερ μού ζήτησε να εκθέσω αυτό που αποκαλεί «αλυσίδα των γεγονότων» τα οποία οδήγησαν στη δολοφονία του Λάχλαν του Θεριού. Σκέφτηκα προσεκτικά ποιος μπορεί να ήταν ο πρώτος κρίκος αυτής της αλυσίδας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξεκινά από τη γέννησή μου ή ακόμα παλιό¬τερα, όταν γνωρίστηκαν οι γονείς μου και παντρεύτηκαν, ή με το ναυάγιο των δύο Ίαν που τους ένωσε. Εντούτοις, ενώ αληθεύει ότι, αν κάποιο απ' αυτά τα γεγονότα δεν είχε συμβεί, ο Λάχλαν θα ήταν ζωντανός σήμερα -ή τουλάχιστον δεν θα είχε πεθάνει από το χέρι μου-, είναι δυνατόν ακόμη να φανταστούμε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν δια¬φορετική τροπή. Αν είχα ακολουθήσει τη συμβουλή του κυρίου Γκίλις, για παράδειγμα, ίσως να είχα φύγει από το Κολντούι πριν συμβούν τα γεγονότα που πρόκειται να διηγηθώ εδώ. Προσπάθησα λοιπόν να προσδιορίσω το χρονικό σημείο που έκανε αναπόφευκτο τον θάνατο του Λάχλαν· δηλαδή το σημείο μετά το οποίο δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη έκβαση. Πιστεύω ότι αυτή η στιγμή έφτασε με τον θάνατο της μητέρας μου, πριν από δεκαοκτώ μήνες περίπου. Ήταν η πηγή από την οποία ξεπήδησαν όλα τα υπόλοιπα. Συνεπώς, δεν περιγράφω το συγκεκριμένο γεγονός για να προκαλέσω τον οίκτο του αναγνώστη. Δεν επιθυμώ, ούτε χρειάζομαι τον οίκτο κανενός.
Η μητέρα μου ήταν χαρούμενος και ευδιάθετος άνθρωπος κι έκανε ό,τι μπορούσε για να δημιουργεί κεφάτη ατμόσφαιρα στο σπιτικό μας. Συνόδευε τις καθημερινές δουλειές της με τραγούδια και, όταν κάποιο από τα παιδιά τύχαινε να αρρωστήσει ή να χτυπήσει, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να μειώ¬σει τη σημασία της ενόχλησης, έτσι ώστε να μην κολλάμε σ' αυτή. Άνθρωποι περνούσαν συχνά από το σπίτι μας και πάντοτε τους καλωσόριζε μ' ένα ζεστό τσάι. Όταν οι γείτονές μας μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι μας, ο πατέρας ήταν φιλόξενος, αλλά σπάνια καθόταν μαζί τους, προτιμώντας να μένει όρθιος· ύστερα τους ανακοίνωνε ότι μπορεί εκείνοι να μην είχαν δουλειές, αλλά αυτός είχε πολλά να κάνει. Αυτό το σχόλιο οδηγούσε πάντοτε στη διάλυση της συγκέντρωσης. Είναι μυστήριο γιατί η μητέρα παντρεύτηκε έναν τόσο ιδιότροπο άνδρα όπως ο πατέρας, αφού μπορούσε να διαλέξει όποιον ήθελε από την κοινότητά της. Παρ' όλα αυτά, χάρη στις δικές της προσπάθειες, θα πρέπει εκείνη την εποχή να μοιάζαμε σαν μια σχετικά ευτυχισμένη οικογένεια.
Ο πατέρας εξεπλάγη όταν η μητέρα μου έμεινε έγκυος για τέταρτη φορά. Ήταν τριάντα πέντε χρονών και είχαν περάσει δύο χρόνια από τη γέννηση των διδύμων. Θυμάμαι αρκετά καθαρά το βράδυ που ξεκίνησαν οι ωδίνες του τοκετού. Η νύχτα ήταν θυελλώδης και, καθώς η μητέρα μάζευε τα πιατικά του βραδινού, μια υγρή λιμνούλα εμφανίστηκε στα πόδια της. Αμέσως είπε στον πατέρα ότι είχε φτάσει η ώρα. Ειδοποιήθηκε η μαμή, η οποία κατοικούσε στο Άπλκρος, κι εμένα με έστειλαν στο σπίτι του Κένι του Ντουμάνη μαζί με τα δίδυμα. Η Τζέτα έμεινε να βοηθήσει στον τοκετό. Πριν φύγω από το σπίτι, η Τζέτα με φώναξε στο πίσω δωμάτιο για να φιλήσω τη μητέρα. Η μητέρα μού άρπαξε το χέρι και μου είπε να είμαι καλό παιδί και να φροντίζω τα αδέρφια μου. Το πρόσωπο της Τζέτα ήταν κατάχλωμο και τα μάτια της συννεφιασμένα από τον φόβο. Εκ των υστέρων, πιστεύω ότι και οι δύο είχαν προαισθανθεί ότι εκείνη τη νύχτα θα μας επισκεπτόταν ο θάνατος, αλλά δεν το ανέφερα ποτέ στην Τζέτα.
Δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό εκείνη τη νύχτα, παρότι έμεινα ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά στο στρώμα που μου είχαν δώσει. Το πρωί η Καρμίνα του Ντουμάνη με πληροφόρησε με αναφιλητά ότι η μητέρα μου είχε ξεψυχήσει στη διάρκεια της νύχτας εξαιτίας επιπλοκών στον τοκετό. Το βρέφος επέζησε και στάλθηκε στην οικογένεια της μητέρας μου στο Τοσκέιγκ, για να το αναθρέψει η αδερφή της. Δεν γνώρισα ποτέ τον αδερφό μου και δεν έχω καμία διάθεση να τον γνωρίσω. Στο χωριό έπεσε μεγάλη θλίψη, αφού η παρουσία της μητέρας ήταν σαν τη λιακάδα που μεγαλώνει τις σοδειές.
Αυτό το συμβάν έφερε σημαντικές αλλαγές στην οικογένειά μας. Η κυριότερη ήταν η μαυρίλα που έπεσε στο σπιτικό μας και αιωρούνταν από πάνω του σαν ομίχλη. Ο πατέρας άλλαξε λιγότερο απ' όλους, κυρίως επειδή δεν ήταν ποτέ κεφάτος άνθρωπος. Παλιότερα, όσες φορές διασκεδάζαμε όλοι μαζί σαν οικογένεια, το δικό του γέλιο έσβηνε πάντοτε πρώτο. Κατέβαζε αμέσως τα μάτια, λες κι αυτή η στιγμή χαράς τον ντρόπιαζε. Αλλά μετά τον θάνατο της μητέρας το πρόσωπό του υιοθέτησε μια μόνιμη ψυχρότητα, λες και είχε παγώσει οριστικά. Δεν θέλω να περιγράψω τον πατέρα σαν σκληρόκαρδο ή αναίσθητο άνθρωπο, ούτε αμφιβάλλω ότι ο θάνατος της συζύγου του τον επηρέασε οδυνηρά. Θα έλεγα μάλλον ότι ήταν πιο ευπροσάρμοστος στη δυστυχία και ότι τον ανακούφισε το γεγονός πως δεν ήταν πια υποχρεωμένος να προσποιείται ότι χαίρεται τη ζωή.
Τις βδομάδες και τους μήνες μετά την κηδεία, ο αιδεσιμότατος Γκαλμπρέιθ ερχόταν τακτικά στο σπίτι μας. Ο πάστορας έχει εντυπωσιακή εμφάνιση, ντυμένος πάντοτε με μαύρη ρεντικότα και λευκό πουκάμισο κουμπωμένο ως τον γιακά, χωρίς γραβάτα ή λαιμοδέτη. Τα λευκά μαλλιά του είναι μονίμως κοντοκουρεμένα και έχει πυκνές φαβορίτες, που είναι κι αυτές προσεκτικά ψαλιδισμένες. Ο κόσμος λέει ότι τα μικρά σκούρα μάτια του είναι σαν να διαθέτουν τη δύναμη να εισχωρούν στο μυαλό. Εγώ αποφεύγω το βλέμμα του, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε να διακρίνει τις αμαρτωλές σκέψεις που έκανα συχνά. Μιλάει με βροντερή, ρυθμική φωνή και, παρότι τα κηρύγματά του ήταν συνήθως ακατανόητα για μένα, δεν με δυσαρεστούσε να τα ακούω.
Στη νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας μου, αναφέρθηκε επί μακρόν στο θέμα του πόνου. Ο άνθρωπος, είπε, δεν είναι μόνο ένοχος αμαρτίας αλλά και σκλάβος της αμαρτίας. Έχουμε παραδοθεί όλοι στις υπηρεσίες του Σατανά και φορούμε τις αλυσίδες της αμαρτίας στον λαιμό μας. Ο κύριος Γκαλμπρέιθ ζήτησε να κοιτάξουμε γύρω μας τον κόσμο και τις αναρίθμητες δυστυχίες του. «Τι σημαίνουν» ρώτησε «η ασθένεια και η δυστυχία, η φτώχεια και ο πόνος του θανάτου που παρατηρούμε καθημερινά;». Η απάντηση, κατέληξε, είναι πως όλες αυτές οι αδικίες ήταν καρποί της αμαρτίας μας. Ο άνθρωπος μόνος του είναι ανίσχυρος να απαλλαγεί από το φορτίο της αμαρτίας. Για τον λόγο αυτό χρειαζόμαστε έναν λυτρωτή: έναν σωτήρα, χωρίς τον οποίο θα χαθούμε όλοι.
Μετά την ταφή της μητέρας μου, σχηματίσαμε μια σκυθρωπή πομπή πάνω από τους βάλτους. Όπως συμβαίνει συχνά στα μέρη μας, η μέρα ήταν τελείως γκρίζα. Ο ουρανός, τα βουνά του Ράασεϊ και τα νερά του πορθμού είχαν διάφορες αποχρώσεις του γκρίζου. Ο πατέρας δεν έκλαψε στη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας ή αργότερα. Το πρόσωπό του υιο¬θέτησε τη σκληρή πεισματάρικη μάσκα από την οποία σπάνια παρεξέκλινε έκτοτε. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι πήρε πολύ στα σοβαρά τα λόγια του κυρίου Γκαλμπρέιθ. Εγώ, από μεριάς μου, ήμουν σίγουρος ότι δεν έφταιγαν οι αμαρτίες του πατέρα μου για τον χαμό της μητέρας αλλά οι δικές μου. Συλλογιζόμενος το κήρυγμα του κυρίου Γκαλμπρέιθ, αποφάσισα εκεί επιτόπου, με την γκρίζα γη κάτω από τα πόδια μου, ότι στην πρώτη ευκαιρία θα γινόμουν ο λυτρωτής του πατέρα μου και θα τον απάλλασσα από την ελεεινή κατάσταση στην οποία τον είχε καταντήσει η αμαρτωλή φύση μου.
Μερικούς μήνες αργότερα ο κύριος Γκαλμπρέιθ δέχτηκε τον πατέρα μου ως πρεσβύτερο στην εκκλησία, επειδή ο πατέρας αναγνώρισε ότι ο πόνος ήταν ανταμοιβή για τον αμαρτωλό τρόπο ζωής του. Ο πόνος του πατέρα ήταν παιδευτικός για το εκκλησίασμα και θα ωφελούσε η προαγωγή του στο αξίωμα του πρεσβύτερου. Πιστεύω ότι ο κύριος Γκαλμπρέιθ χάρηκε για τον θάνατο της μητέρας μου, διότι επιβεβαίωσε την αλήθεια του δόγματος που πρέσβευε.
Τα δίδυμα έκλαιγαν ασταμάτητα ζητώντας τη μητέρα τους κι όποτε σκέφτομαι εκείνη την περίοδο είναι σαν να ακούω τον αδιάκοπο θρήνο τους. Εξαιτίας της διαφοράς ηλικίας, ως τότε ένιωθα σκέτη αδιαφορία για τα δίδυμα, τώρα όμως μου προκαλούσαν σαφή αντιπάθεια. Όταν το ένα ησύχαζε μια στιγμή, το άλλο έβαζε τα κλάματα, ξεσηκώνοντας έτσι και το πρώτο. Ο πατέρας δεν ανεχόταν τους κλαυθμούς των νηπίων και γύρευε να τα ησυχάσει με ξύλο, με το οποίο κατάφερνε μόνο να ξαναρχίσουν τις στριγκλιές. Τα θυμάμαι καθαρά να αγκαλιάζονται σφιχτά στο στρώμα τους, με μια έκφραση τρόμου, βλέποντας τον πατέρα να πλησιάζει για να τα δείρει. Άφηνα στην Τζέτα την ευθύνη να παρέμβει και, αν δεν ήταν εκείνη, είμαι σίγουρος ότι ο πατέρας θα τα είχε σκοτώσει στο ξύλο. Μας πρότειναν να στείλουμε και τα δίδυμα στο Τοσκέιγκ, αλλά ο πατέρας δεν ήθελε ούτε να το ακούσει, επιμένοντας ότι η Τζέτα ήταν αρκετά μεγάλη για να τα μεγαλώσει σαν μάνα τους.
Η αγαπημένη μου αδερφή Τζέτα μεταμορφώθηκε εντελώς, λες και το φάντασμά της είχε πάρει τη θέση της μέσα σε μια νύχτα. Το κεφάτο και χαριτωμένο κορίτσι αντικαταστάθηκε από μια σκυθρωπή, μελαγχολική φιγούρα, με καμπουριασμένους ώμους, ντυμένη στα μαύρα κατ' απαίτηση του πατέρα. Η Τζέτα υποχρεώθηκε να αναλάβει τον ρόλο μάνας και συζύγου, ετοιμάζοντας τα γεύματα και υπηρετώντας τον πατέρα όπως έκανε παλιότερα η μητέρα μου. Εκείνη την εποχή ο πατέρας αποφάσισε ότι η Τζέτα έπρεπε να κοιμάται στην πίσω κάμαρα μαζί του, διότι ήταν πια γυναίκα και δικαιούνταν λίγη απομόνωση από τα αδέρφια της. Σε γενικές γραμμές, όμως, ο πατέρας την αγνοούσε, λες και η ομοιότητά της με τη γυναίκα του ήταν οδυνηρή και δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάξει.
Καθώς η Τζέτα ήταν η πιο χαρωπή της οικογένειας, θα πρέπει να βίωσε εντονότερα την κατάθλιψη που εμπότισε το σπιτικό μας. Δεν ξέρω αν είχε προβλέψει τον θάνατο της μητέρας, γιατί ποτέ δεν μου μίλησε γι' αυτό, αλλά, αντί να εγκαταλείψει τις τελετουργίες και τα σύνεργα που δεν είχαν καταφέρει να αποτρέψουν την κακοτυχία, προσκολλήθηκε ακόμα πιο παθιασμένα σ' αυτά. Δεν έβλεπα καμία χρησιμότητα σε τέτοια πράγματα, αλλά καταλάβαινα ότι η Τζέτα έπια¬νε ενδείξεις από το Υπερπέραν που εγώ δεν αντιλαμβανόμουν. Με ανάλογο τρόπο, ο πατέρας στράφηκε με μεγαλύτερο ζήλο στην ανάγνωση της Γραφής και απαρνήθηκε τις ταπεινές απολαύσεις που επέτρεπε παλιότερα στον εαυτό του, σαν να πίστευε ότι ο Θεός τον τιμωρούσε για το ποτηράκι που έπινε σπανίως. Αυτό που κατάλαβα εγώ από τον θάνατο της μητέρας μου ήταν ο παραλογισμός και των δύο πεποιθήσεων.
Οι βδομάδες περνούσαν, αλλά κανείς μας δεν ήθελε να είναι ο πρώτος που θα ζωντάνευε την ατμόσφαιρα με μια σκανταλιά ή ένα τραγουδάκι. Έτσι όσο περισσότερος χρόνος περνούσε τόσο πιο πολύ κολλούσαμε στη μελαγχολική ρουτίνα μας.
«Το τέλος της ιστορίας» της Lydia Davis

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα της Lydia Davis Το τέλος της ιστορίας (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη) που κυκλοφορεί απο 23 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Tην τελευταία φορά που τον είδα -τότε δεν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία- καθόμουν στη βεράντα με μια φίλη. Εκείνος μπήκε απ' την αυλόπορτα ιδρωμένος, με ροδαλό το πρόσωπο και το στήθος, με τα μαλλιά βρεγμένα, και κοντοστάθηκε ευγενικά, για να μας μιλήσει. Κάθισε οκλαδόν στο κεραμιδί τσιμεντένιο δάπεδο, ή μπορεί και στην άκρη ενός ξύλινου πάγκου.
Ήταν μια καυτή μέρα του Ιουνίου. Είχε πάρει τα πράγματά του απ' το γκαράζ μου και τα είχε φορτώσει στην καρότσα ενός ανοιχτού ημιφορτηγού. Σκόπευε, θαρρώ, να τα μεταφέρει σ' ένα άλλο γκαράζ. Θυμάμαι πόσο αναψοκοκκινισμένος ήταν, αλλά η φαντασία μου πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να ξαναδώ τα ορειβατικά του μποτάκια, τους λευκούς μηρούς του που φάρδαιναν όταν κουκούβιζε ή καθόταν, και την ευπροσήγορη, φιλική έκφραση που σίγουρα είχε πάρει το πρόσωπό του καθώς μιλούσε σε τούτες τις δυο γυναίκες που δεν περίμεναν τίποτε από εκείνον. Ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή είχα επίγνωση του θεάματος που παρουσιάζαμε, η φίλη μου κι εγώ, και οι δυο καθισμένες με τα πόδια πάνω στις σεζλόνγκ μας, όπως και ότι, παρουσία της φίλης μου, ίσως του φαινόμουν ακόμα πιο μεγάλη απ' όσο ήμουν, αν και αυτό ενδεχομένως να το έβρισκε σαγηνευτικό. Μπήκε στο σπίτι για να πιει ένα ποτήρι νερό, ύστερα ξαναβγήκε και μου είπε πως είχε τελειώσει και θα έφευγε.
Έναν χρόνο αργότερα, όταν πια πίστευα ότι με είχε ολότελα ξεχάσει, μου έστειλε ένα ποίημα στα γαλλικά αντιγραμμένο με το χέρι του. Το ποίημα δεν συνοδευόταν από επιστολή, μολονότι το απηύθυνε σε μένα, χρησιμοποιώντας το όνομά μου στην αρχή, ως προσφώνηση, και κλείνοντάς το με το δικό του, ως υπογραφή. Στην αρχή, αναγνωρίζοντας τον γραφικό του χαρακτήρα στον φάκελο, νόμισα πως μου επέστρεφε τα χρήματα που μου χρωστούσε, πάνω από τριακόσια δολάρια. Δεν είχα ξεχάσει αυτά τα χρήματα, γιατί τα πράγματα είχαν αλλάξει για μένα και τα χρειαζόμουν. Μολονότι το ποίημα απευθυνόταν από εκείνον σ' εμένα, δεν ήμουν σίγουρη τι ήθελε να μου πει με αυτό, ή τι ήθελε να σκεφτώ ότι μου έλεγε, ή με ποια πρόθεση το είχε χρησιμοποιήσει. Είχε γράψει τη διεύθυνσή του στον φάκελο, γι' αυτό κατάλαβα ότι ίσως περίμενε απάντηση, αλλά δεν ήξερα πώς να απαντήσω. Το να του στείλω ένα άλλο ποίημα δεν είχε νόημα, και δεν ήξερα με τι είδους γράμμα θα μπορούσε να απαντηθεί αυτό το ποίημα. Αφού πέρασαν λίγες εβδομάδες, βρήκα έναν τρόπο ν' απαντήσω, λέγοντάς του τι σκέφτηκα όταν έλαβα το γράμμα του, τι φαντάστηκα πως ήταν και πώς ανακάλυψα ότι είχα πέσει έξω, με ποιον τρόπο το διάβασα και τι σκέφτηκα πως πιθανόν να ήθελε να μου πει, στέλνοντάς μου στίχους για την απουσία, τον θάνατο και το ξανασμίξιμο. Τα έγραψα όλα αυτά με τη μορφή ενός αφηγήματος, γιατί μου φαινόταν εξίσου απρόσωπο με το ποίημά του. Εσώκλεισα κι ένα σημείωμα, όπου έλεγα πόσο δυσκολεύτηκα να γράψω αυτή την ιστορία. Έστειλα την απάντησή μου στη διεύθυνση που αναγραφόταν στον φάκελο, έκτοτε όμως δεν ξαναείχα νέα του. Αντέγραψα τη διεύθυνση στην ατζέντα μου, αφού πρώτα έσβησα μια προηγούμενη που δεν ίσχυε εδώ και πολύ καιρό. Καμιά διεύθυνσή του δεν ίσχυε για πολύ καιρό, κι έτσι η σελίδα της ατζέντας μου με τα στοιχεία του είχε γίνει φτενή και απαλή από τα συχνά σβησίματα.
*
Άλλος ένας χρόνος πέρασε. Ταξίδευα στην έρημο παρέα μ' έναν φίλο, όχι και τόσο μακριά από την πόλη που ζούσε εκείνος, και αποφάσισα να τον αναζητήσω στην τελευταία του διεύθυνση. Ένιωθα άβολα από την αρχή του ταξιδιού, αλλόκοτα αποξενωμένη από τον άντρα με τον οποίο συνταξίδευα. Το πρώτο βράδυ ήπια πολύ, έχασα την αίσθηση των αποστάσεων στο φεγγαρόλουστο τοπίο και, μεθυσμένη, προσπάθησα να βουτήξω στα λευκά κοιλώματα των βράχων που μου φαίνονταν μαλακά σαν μαξιλάρια, ενώ εκείνος πάσχιζε να με συγκρατήσει. Το δεύτερο βράδυ, έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου στο δωμάτιο του μοτέλ, πίνοντας κόκα κόλα, και μετά βίας του απηύθυνα μερικές λέξεις. Πέρασα όλο το πρωινό της επομένης στη ράχη ενός γέρικου αλόγου, στο τέλος μιας μακράς φάλαγγας, ανηφορίζοντας αργά τη στενή λωρίδα ανάμεσα στους λόφους, και ξανακατεβαίνοντάς την, ενώ εκείνος, ενοχλημένος από τη συμπεριφορά μου, είχε πάρει το νοικιασμένο μας αυτοκίνητο και περιπλανιόταν από τον έναν βραχώδη σχηματισμό στον άλλο.
Μόλις αφήσαμε πίσω μας την έρημο, οι σχέσεις μας βελτιώθηκαν και πάλι και, καθώς οδηγούσε, του διάβαζα μεγαλόφωνα αποσπάσματα από ένα βιβλίο για τον Χριστόφορο Κολόμβο∙ όσο, όμως, πλησιάζαμε προς την πόλη, τόσο πιο ανήσυχη αισθανόμουν. Σταμάτησα να διαβάζω και κοίταζα από το παράθυρο το τοπίο, αλλά συλλάμβανα μόνο αποσπασματικές εικόνες όσων έβλεπα ενώ πλησιάζαμε στην ακτή: μια ρεματιά γεμάτη ευκαλύπτους που κατηφόριζε προς τον ωκεανό∙ έναν μαύρο κορμοράνο κουρνιασμένο σ' έναν μονόλιθο από φαγωμένο λευκό ασβεστόλιθο, σμιλεμένο από τη διάβρωση σε σχήμα κλεψύδρας∙ έναν μόλο μ' ένα τρενάκι του λούνα παρκ∙ ένα οίκημα με τρούλο που υψωνόταν πάνω από τα σπίτια της πόλης, πλάι σε μια πελώρια φοινικιά∙ μια γέφυρα πάνω από τις σιδηροτροχιές που φιδογύριζαν μπροστά μας και πίσω μας. Ενώ κατευθυνόμασταν προς βορρά, προς την πόλη, οδηγούσαμε παράλληλα με τις γραμμές, άλλοτε αρκετά κοντά για να τις βλέπουμε, κι άλλοτε μακριά τους, όταν παρέκκλιναν προς την ενδοχώρα ενώ ο δικός μας δρόμος συνέχιζε ευθεία, στην κορυφή της απότομης βουνοπλαγιάς πάνω απ' τον ωκεανό.
Την άλλη μέρα το απόγευμα, βγήκα μόνη και αγόρασα έναν χάρτη της πόλης. Τον μελέτησα καθισμένη σ' ένα πέτρινο πεζούλι, δροσερό κάτω απ' τους μηρούς μου, παρά τη ζέστη του ήλιου. Ένας άγνωστος μού είπε ότι ο δρόμος που έψαχνα ήταν πολύ μακριά για να πάω με τα πόδια, παρ' όλα αυτά ξεκίνησα πεζή. Κάθε φορά που έφτανα στην κορυφή ενός λόφου, κοντοστεκόμουν για να κοιτάξω τον ωκεανό κι έβλεπα γέφυρες και ιστιοφόρα. Κάθε φορά που κατέβαινα σε μιαν ακόμα μικρή κοιλάδα, τα λευκά σπίτια με περιέβαλλαν και πάλι.
Δεν είχα προβλέψει πόσο μεγάλη θα μου φαινόταν η πόλη όσο προχωρούσα, ούτε πόσο θα κουράζονταν τα πόδια μου. Δεν είχα προβλέψει πόσο θα με τύφλωνε μετά από λίγο η αντανάκλαση του ήλιου στις λευκές προσόψεις, ούτε πόσο δυνατά θα χτυπούσε ώρα με την ώρα τα σπίτια, που γίνονταν ολοένα και πιο λευκά, και ύστερα λιγότερο λευκά όσο περνούσαν οι ώρες και τα μάτια μου άρχιζαν να καίνε. Πήρα ένα λεωφορείο, διένυσα έτσι κάποια απόσταση, ύστερα κατέβηκα και συνέχισα να βαδίζω. Μολονότι ο ήλιος έλαμπε όλη τη μέρα, αργά το απόγευμα οι σκιές ήταν παγερές. Προσπέρασα μερικά ξενοδοχεία. Δεν ήξερα ακριβώς πού βρισκόμουν, αν και αργότερα, όταν άφησα πίσω μου τη γειτονιά, κατάλαβα σε ποιο σημείο της πόλης είχα βρεθεί.
Τέλος, βαδίζοντας άλλοτε προς τη σωστή κατεύθυνση, κι άλλοτε προς τη λαθεμένη, έφτασα εκεί που έμενε. Ήταν η βραδινή ώρα αιχμής. Άντρες και γυναίκες με κοστούμια και ταγιέρ με προσπερνούσαν πηγαίνοντας πάνω κάτω στον δρόμο∙ τα αυτοκίνητα προχωρούσαν σημειωτόν. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του και το φως στα κτίρια ήταν τώρα σκουροκίτρινο. Ήμουν κατάπληκτη. Δεν είχα φανταστεί ότι η γειτονιά του θα είχε αυτή την όψη. Δεν πίστευα καν ότι η διεύθυνσή του ήταν υπαρκτή. Κι όμως, το κτίριο ήταν εκεί, τριώροφο, σε χρώμα αχνό γαλάζιο, λίγο ξεφτισμένο. Το παρατηρούσα από την απέναντι πλευρά του δρόμου, όρθια σ' ένα σκαλοπάτι στο οποίο είχε ενσωματωθεί μια σειρά από πλακίδια που σχημάτιζαν την επωνυμία ενός φαρμακείου, αν και η πόρτα πίσω μου έβγαζε σ' ένα μπαρ.
Εδώ και παραπάνω από έναν χρόνο αφότου είχα γράψει αυτή τη διεύθυνση στην ατζέντα μου, είχα φανταστεί, με μεγάλη ακρίβεια, σαν να το είχα ονειρευτεί, ένα ηλιόλουστο σοκάκι με κίτρινα διώροφα σπίτια στα οποία μπαινόβγαινε κόσμος, και βεράντες, στις οποίες πηγαινοέρχονταν άνθρωποι∙ είχα επίσης φανταστεί τον εαυτό μου μέσα σ' ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, να παρακολουθώ την πόρτα και τα παράθυρά του. Τον είχα νοερά δει να βγαίνει απ' το σπίτι του, να σκέφτεται άλλα πράγματα, με σκυμμένο το κεφάλι του, να κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλοπάτια με το κεφάλι σκυφτό. Ή να τα κατεβαίνει πιο αργά, με τη γυναίκα του στο πλάι. Τον είχα ήδη δει δυο φορές μαζί της, χωρίς να ξέρει ότι τον παρακολουθούσα: μια φορά από μακριά, καθώς στέκονταν στο πεζοδρόμιο μπροστά από έναν κινηματογράφο, και μια άλλη, ενώ στεκόμουν όρθια κάτω απ' τη βροχή, τον είχα διακρίνει αμυδρά πίσω από το παράθυρο του διαμερίσματός του.
Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα του μιλούσα, γιατί όταν το φανταζόμουν, αναστατωνόμουν από την οργή που έβλεπα νοερά στο πρόσωπό του. Έκπληξη, ύστερα οργή, και τέλος φόβος - γιατί με φοβόταν. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο και σφιγμένο, τα βλέφαρά του χαμηλωμένα, το κεφάλι του ριγμένο ελαφρά προς τα πίσω: τι άλλο θα του έκανα τώρα; Και μόλις με έβλεπε, θα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, λες και αυτή η κίνηση θα τον έβγαζε πράγματι απ' το οπτικό μου πεδίο.
Αν και διαπίστωνα ότι το κτίριο που έμενε όντως υπήρχε, δεν πίστευα ότι το διαμέρισμά του ήταν δυνατόν να υπάρχει. Κι αν το διαμέρισμά του υπήρχε, δεν πίστευα ότι θα έβρισκα το όνομά του κολλημένο με ταινία πλάι στο κουδούνι. Τώρα διέσχιζα τον δρόμο και έμπαινα στο κτίριο όπου ζούσε, ίσως πολύ πρόσφατα, σίγουρα φέτος, και διάβασα τα ονόματα ΑΡΝΤ και ΠΡΟΥΕΤ σε μια λευκή κάρτα δίπλα στο κουδούνι του διαμερίσματος με τον αριθμό 6.
Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό το παράξενο, άφυλο ζευγάρι, οι Αρντ και Προύετ, πρέπει να ήταν οι άνθρωποι που βρήκαν ό,τι είχε αφήσει πίσω του: κομμάτια σελοτέιπ κολλημένα σε πράγματα, συνδετήρες και καρφίτσες ανάμεσα στις σανίδες του πατώματος, γάντια φούρνου, μπουκαλάκια με μπαχαρικά ή καπάκια πεταμένα πίσω απ' τον φούρνο, σκόνη και ψίχουλα στις γωνίες των συρταριών, τα στεγνά, γαριασμένα σφουγγάρια που κάποτε είχε χρησιμοποιήσει για να καθαρίσει με τον δικό του δυναμικό τρόπο έναν νιπτήρα ή έναν πάγκο, χωμένα κάτω από την μπανιέρα και κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας, ρούχα πεταμένα στα σκοτεινά βάθη της ντουλάπας, υπολείμματα από μισοσπασμένα ξύλα, τρύπες από καρφιά στον σοβά με λεκέδες ή γδαρσίματα γύρω ή κοντά τους που φαίνονταν τυχαία, ακριβώς γιατί οι Αρντ και Προύετ δεν θα ήξεραν ποιος ο σκοπός τους. Ένιωσα ένα απρόσμενο δέσιμο με τους δυο αυτούς ανθρώπους, παρότι δεν τους γνώριζα και δεν με είχαν δει ποτέ, γιατί κι αυτοί είχαν βιώσει μια κάποια οικειότητα μαζί του. Ασφαλώς, ίσως να ήταν οι προηγούμενοι ένοικοι αυτοί που βρήκαν ό,τι άφησε πίσω του, και ίσως οι Αρντ και Προύετ να συναπαντήθηκαν με τα ίχνη ενός άλλου, ολότελα ξένου.
Επειδή έπρεπε να φτάσω στα άκρα για να τον ξαναβρώ, χτύπησα το κουδούνι. Αν δεν τον έβρισκα τώρα, θα εγκατέλειπα κάθε προσπάθεια. Χτύπησα μια φορά, ύστερα μια δεύτερη, και μια τρίτη, όμως απάντηση δεν πήρα. Στάθηκα έξω στον δρόμο, αρκετή ώρα για να νιώσω μέσα μου πως, τελικά, είχα φτάσει στο τέρμα ενός αναγκαίου ταξιδιού.
Είχα ξεκινήσει για ένα μέρος πολύ μακρινό ώστε να φτάσω ως εκεί με τα πόδια. Είχα συνεχίσει, παρότι κόντευε να βραδιάσει κι άγγιζα πια τα όρια της αντοχής μου. Ωστόσο, ξαναβρήκα τις δυνάμεις μου καθώς πλησίαζα στο μέρος όπου ζούσε. Συνέχιζα να βαδίζω, προσπέρασα το σπίτι του και κατευθύνθηκα προς την Τσάιναταουν και τη συνοικία με τα κόκκινα φανάρια, τις αποθήκες στην άκρη του κόλπου και τον ωκεανό, καθώς σκεφτόμουν -ενώ προσπαθούσα να θυμηθώ την πόλη, και παρότι δεν ζούσε πλέον σε τούτο το σπίτι, και η κούρασή μου ήταν μεγάλη, και ήμουν αναγκασμένη να συνεχίσω να περπατάω, και υπήρχαν κι άλλοι λόφοι ν' ανέβω τριγύρω μου- ότι ένιωθα ήρεμη που βρισκόμουν εδώ, ήρεμη όσο ποτέ άλλοτε αφότου με εγκατέλειψε, λες και, παρότι εκείνος δεν ήταν εδώ, εγώ τον είχα ξαναβρεί.
Ίσως το γεγονός ότι δεν ήταν εκεί να έκανε εφικτή αυτή την επιστροφή, να έκανε εφικτό ένα τέλος. Γιατί αν ήταν εδώ, τα πάντα έπρεπε να συνεχιστούν. Θα ήταν αναγκαίο να κάνω κάτι γι' αυτό, ίσως και ν' απομακρυνθώ για να το σκεφτώ εξ αποστάσεως. Τώρα πια, θα μπορούσα να σταματήσω να τον αναζητώ.
Η στιγμή όμως που κατάλαβα ότι παραιτήθηκα, ότι είχα ολοκληρώσει την αναζήτησή μου, ήρθε λίγο αργότερα, ενώ καθόμουν σ' ένα βιβλιοπωλείο της πόλης έχοντας στο στόμα μου τη γεύση ενός φτηνού, πικρού τσαγιού που μου πρόσφερε ένας άγνωστος.
Είχα μπει εκεί μέσα για να ξεκουραστώ, σ' ένα παλιό κτίριο με ξύλινα πατώματα που έτριζαν, όπου μια στενή σκάλα οδηγούσε κάτω, σ' ένα μισοσκότεινο υπόγειο, και πάνω, σ' έναν πιο καθαρό και φωτεινό πρώτο όροφο. Περιδιάβηκα όλο το βιβλιοπωλείο, πάνω, κάτω, ύστερα ξανά πάνω, κάνοντας τον γύρο κάθε βιβλιοθήκης. Κάθισα για να ρίξω μια ματιά σ' ένα βιβλίο, μα ήμουν τόσο κουρασμένη και διψασμένη ώστε δεν μπορούσα να διαβάσω.
Πλησίασα τον μπροστινό πάγκο, κοντά στην πόρτα. Ένας σκυθρωπός άντρας με μάλλινη πλεκτή ζακέτα στεκόταν πίσω του, τακτοποιώντας βιβλία σε στοίβες. Τον ρώτησα αν υπήρχε κάπου νερό, αν μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό, ξέροντας καλά πως πιθανόν να μην έβρισκα νερό εδώ, στο βιβλιοπωλείο. Μου είπε ότι δεν υπήρχε, αλλά ότι μπορούσα να πάω σ' ένα μπαρ εκεί κοντά. Δεν είπα τίποτα, του γύρισα την πλάτη και ανέβηκα τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν στον μπροστινό χώρο που έβλεπε στον δρόμο. Εκεί, ξανακάθισα σε μια καρέκλα για να ξεκουραστώ, ενώ άνθρωποι πηγαινοέρχονταν γύρω μου σιωπηλοί.
Δεν ήθελα να φανώ αγενής απέναντι στον άντρα, απλούστατα δεν μπορούσα ν' ανοίξω το στόμα μου και να μιλήσω. Θα χρειαζόμουν όλη μου τη δύναμη για να βγάλω τον αέρα από τα πνευμόνια μου και να αφήσω έναν ήχο, κι αυτό θα μου προκαλούσε πόνο ή θα απαιτούσε από μένα κάτι που δεν μπορούσα να δώσω εκείνη τη στιγμή.
Άνοιξα ένα βιβλίο και κάρφωσα το βλέμμα μου σε μια σελίδα χωρίς να τη διαβάζω, ύστερα φυλλομέτρησα ένα άλλο από την αρχή ως το τέλος δίχως να καταλαβαίνω το παραμικρό απ' ό,τι έβλεπα. Σκεφτόμουν ότι ο άντρας πίσω απ' τον πάγκο σίγουρα θα με είχε περάσει για καμιά άστεγη, γιατί η πόλη ήταν γεμάτη από άστεγους, ιδίως από εκείνους που τους αρέσει να κάθονται σ' ένα βιβλιοπωλείο την ώρα που το απόγευμα γίνεται πιο σκοτεινό και πιο ψυχρό και να ζητάνε ένα ποτήρι νερό, και μάλιστα να φέρονται με αγένεια αν τυχόν τους το αρνούνταν. Και επειδή, κρίνοντας απ' το κατάπληκτο έως και ανήσυχο ύφος του, όταν του γύρισα την πλάτη χωρίς να του απαντήσω, σκέφτηκα ότι με είχε περάσει για άστεγη, ένιωσα ξαφνικά ότι μπορούσα κάλλιστα να είμαι αυτό που με νόμιζε. Υπήρχαν κι άλλες στιγμές που ένιωθα δίχως όνομα, δίχως πρόσωπο, όταν περπατούσα στους δρόμους μιας πόλης τη νύχτα ή κάτω απ' τη βροχή χωρίς κανείς να ξέρει πού βρισκόμουν, και τώρα αυτή μου η εντύπωση επιβεβαιώθηκε απρόσμενα από τον άντρα που στεκόταν πίσω απ' τον πάγκο, απέναντί μου. Καθώς με κοιτούσε, πλανιόμουν μακριά από ό,τι πίστευα πως ήμουν και γινόμουν ουδέτερη, άχρωμη, δίχως συναίσθημα: η επιλογή ήταν ισοβαρής ανάμεσα σ' αυτό που πίστευα εγώ πως ήμουν, η κουρασμένη γυναίκα που του ζητούσε νερό, και σ' αυτό που εκείνος πίστευε πως ήμουν, και πιθανόν να μην υπήρχε πλέον αυτό που θα λέγαμε αλήθεια για να μας φέρει κοντά. Έτσι, εκείνος κι εγώ, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλον με τον πάγκο ανάμεσά μας, ήμασταν πιο απόμακροι απ' ό,τι είναι συνήθως δυο ξένοι, απομονωμένοι σαν από ένα στρώμα ομίχλης, με τις φωνές και τα βήματα γύρω μας πνιγμένα, μ' ένα μικρό πηγάδι διαύγειας ολόγυρά μας, ώσπου εγώ, στον καινούριο μου ρόλο ως άστεγη, υπερβολικά αποκαμωμένη και αποπροσανατολισμένη για να μιλήσω, απέστρεψα το βλέμμα δίχως να δώσω καμιά απάντηση και πέρασα στον διπλανό χώρο.
Αλλά καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ήρθε προς το μέρος μου, εκεί όπου καθόμουν, κοντά σε μια ψηλή βιβλιοθήκη. Έσκυψε και με ρώτησε καλοσυνάτα αν ήθελα τσάι∙ όταν μου το έφερε, τον ευχαρίστησα και το ήπια. Ήταν δυνατό και καυτό, μα τόσο πικρό που μου στέγνωσε τη γλώσσα.