Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο... 27/01/2018

2018-01-27

Παρακάτω θα μπορέσετε να διαβάσετε τα πρώτα κεφάλαια απο βιβλία που κυκλοφόρησαν είδη ή θα κυκλωφορήσουν σύντομα. Καλή ανάγνωση... 

«Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική» του Enrique Vila-Matas

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα του Enrique Vila-Matas Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική που κυκλοφορεί απο το Μαΐου από τις εκδόσεις Ίκαρος. 


Πρωτο κεφάλαιο

Κατά τη διάρκεια της αργής επιστροφής μου στο σπίτι, εν μέσω μια ασταθούς ψυχολογικής κατάστασης, πηγαινοέρχονταν στο νου μου ξανά και ξανά τα λόγια που έγραψε ο Κάφκα σε ένα γράμμα προς τη Φελίτσε Μπάουερ: «Το Μαρίενμπαντ είναι ασύλληπτα ωραίο. [...] Σκέφτομαι πως αν ήμουνα Κινέζος και γύριζα τώρα στο σπίτι μου (στο βάθος είμαι ένας Κινέζος που επιστρέφει στο σπίτι του), θα έκανα το παν για να ξανάρθω εδώ» [1].

Από όλα τα γραπτά του Κάφκα, αυτό είναι το μοναδικό απόσπασμα στο οποίο λέει για τον εαυτό του ότι «στο βάθος είναι Κινέζος», πράγμα που μάλλον μας δείχνει ότι, όταν ο Μπόρχες νόμισε πως αναγνώρισε τη φωνή και τις συνήθειες του Κάφκα σε κείμενα από διαφορετικές λογοτεχνίες και από διάφορες προγενέστερές του εποχές, πολύ πιθανόν να κατάφερε να διακρίνει μια συγγένεια του Κάφκα με τον Χαν Γιου, τον πεζογράφο του 9ου αιώνα. Ο Μπόρχες τον είχε μόλις ανακαλύψει στην εξαιρετική Τεκμηριωμένη ανθολογία της κινεζικής λογοτεχνίας [2], που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1948.

Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Κάφκα στη Φελίτσε Μπάουερ, γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας από την Πράγα διαισθανόταν τη μυστηριώδη σχέση του με την Κίνα και ίσως -ποιος ξέρει;- και με τον προγενέστερό του Χαν Γιου.

Εκείνο το βράδυ, κατά τη διάρκεια της αργής επιστροφής μου στο σπίτι, φανταζόμουν -για οποιονδήποτε λόγο, είχα πολλούς εξάλλου- ότι ήμουν ο πρωταγωνιστής της φράσης του Κάφκα, ήμουν δηλαδή Κινέζος και γύριζα στο σπίτι μου. Και μάλιστα υπήρχαν και φορές που έφτασα στο σημείο να διασκεδάζω βάζοντας τον εαυτό μου σε αυτό το ρόλο. Μέχρι που όλα πήραν άλλη τροπή και τα προσωρινά ευχάριστα αποτελέσματα του φαρμάκου έπαψαν να είναι ευχάριστα. Αίφνης όλα σκοτείνιασαν και έπεσα με τα μούτρα στην κατάσταση άγχους και μελαγχολίας που ήθελα να αποφύγω. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να ξεφύγω από αυτή την απότομη πτώση της ψυχολογικής μου διάθεσης κι έτσι καταράστηκα χίλιες φορές την ώρα και τη στιγμή που αφέθηκα στα χέρια του δόκτορα Κολιάδο. Θυμήθηκα παλιές νυχτερινές πεζοπορίες, όπου κυριαρχούσε η ίδια αγχώδης αίσθηση πως ο κόσμος ήταν γεμάτος μηνύματα με μυστικούς κώδικες. Και εν μέσω αυτών των άσχημων σκέψεων, και ενώ προσπαθούσα ματαίως να ανακτήσω το χιούμορ μου και έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν πολύ περίεργο που έναν Κινέζο σαν και μένα τον είχαν καλέσει σε έναν ασιατικό θύλακο της μακρινής Γερμανίας, ενώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά λοιπόν -κάπως συγκεχυμένα, εννοείται- και περπατούσα προς το σπίτι προβληματισμένος με θέματα τέτοιου είδους -επίσης συγκεχυμένα-, θυμήθηκα ένα πολύ έντονο και κρίσιμο για μένα όνειρο που είχα δει πριν από τρία χρόνια στον οικισμό Σαρτζάνα της βόρειας Ιταλίας, όταν πήγα εκεί για μια διεθνή συνάντηση συγγραφέων. Με φιλοξένησαν σε ένα πανδοχείο που λεγόταν Locanda dell'Angelo [3], καταμεσής του κάμπου, δηλαδή οχτώ χιλιόμετρα έξω από το αστικό κέντρο, και εκεί, με το που μπήκα στο δωμάτιό μου σε αυτό το μακρινό ξενοδοχείο, το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα ήταν ότι είχα ξεχάσει στη Βαρκελώνη τα υπνωτικά χάπια και το βιβλίο που σκόπευα να διαβάζω προτού κοιμηθώ. Ακόμα κι έτσι, παρότι δεν είχα στη διάθεσή μου τα συνηθισμένα μου ηρεμιστικά, κατάφερα να κοιμηθώ, σχεδόν κυριολεκτικά ψόφιος από τη νύστα που με έπιασε όταν θυμήθηκα ένα δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν στο οποίο ισχυριζόταν πως οι λέξεις δεν είναι σύμβολα, υποκατάστατα άλλων πραγμάτων, αλλά ονόματα Ιδεών. Στον Προυστ, στον Κάφκα, στους υπερρεαλιστές, έλεγε ο Μπένγιαμιν, η λέξη απομακρύνεται από τη σημασία με την «αστική» έννοια και ανακτά τη στοιχειώδη και χειρονομιακή ισχύ της. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, στην εποχή του Αδάμ η λέξη και η κίνηση της ονοματοδοσίας ταυτίζονταν. Από τότε η γλώσσα είχε βιώσει μια μεγάλη πτώση, της οποίας η Βαβέλ ήταν -κατά τον Μπένγιαμιν- απλώς ένα στάδιο. Σκοπός της θεολογίας ήταν να ανακτήσει τη λέξη, με όλη την αρχική μιμητική της ισχύ, από τα ιερά κείμενα στα οποία είχε διατηρηθεί.

Αναρωτήθηκα εκεί, στη Σαρτζάνα, αν οι εκπεσούσες γλώσσες μπορούσαν ακόμα, και είχαν την πρόθεση στο σύνολό τους, να μας φέρουν κοντά σε κάποιες αλήθειες που έχουν σχέση με την άγνωστη απαρχή του ιδιώματος. Και τη στιγμή που ξαφνικά κατάλαβα ότι, κατά βάθος, σε όλη μου τη ζωή, και χωρίς να έχω πλήρη συνείδηση, προσπαθούσα να αναδομήσω ένα λόγο αποσυναρμολογημένο (τον πρωταρχικό λόγο, που είχε χαθεί στο σκοτάδι του χρόνου), αποκοιμήθηκα και άρχισα να βλέπω ένα πολύ έντονο όνειρο, στο οποίο προχωρούσαν με βήμα ταχύ δύο φίλοι, ο Σέρχιο Πιτόλ και ο Ραούλ Εσκάρι. Περπατούσαν οι δυο τους σαν κουρντισμένοι στους δρόμους ενός παλιού αστικού πυρήνα, πιθανώς ευρωπαϊκού. Αντιθέτως, η βροχή μού φαινόταν πως έπεφτε περιέργως πολύ αργά και πως είχε την ίδια τοξική όψη της βροχής που πέφτει στην Πόλη του Μεξικού. Μπήκαν σε μια αίθουσα μελέτης και ο Σέρχιο άρχισε να γράφει σύμβολα που εγώ δεν είχα ξαναδεί. Τα έγραφε με μεγάλη ταχύτητα σε έναν πίνακα πολύ έντονου πράσινου χρώματος. Ο πίνακας μεταμορφώθηκε σε μια πύλη ενσωματωμένη σε μια οξυκόρυφη αραβική αψίδα, μια πύλη ενός ακόμα πιο έντονου πράσινου χρώματος, πάνω στην οποία ο Πιτόλ έγραφε, επιβραδύνοντας το ρυθμό του χεριού του, το ποίημα μιας άγνωστης άλγεβρας: τύπους και μυστηριώδη μηνύματα καβαλιστικού, εβραϊκού χαρακτήρα, αν και ο χαρακτήρας ίσως να ήταν απλώς μουσουλμανικός, μουσουλμανικός της Κίνας, ή απλώς ιταλικός, της εποχής του Πετράρχη. Ήταν το ποίημα μιας άλγεβρας περίεργης, χωρίς πατρίδα, που με παρέπεμπε στο κέντρο του μυστηρίου του σύμπαντος, ενός σύμπαντος που έμοιαζε γεμάτο μηνύματα με κάποιον μυστικό κώδικα.

Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησα, είχα την αίσθηση ότι είχα βρεθεί πολύ κοντά σε ένα μήνυμα ουσιαστικής σημασίας και υποπτευόμουν ότι μόνο ο Πιτόλ ήξερε τις βαθύτερες προεκτάσεις του. Καμιά φορά, όταν, όπως σήμερα, επιστρέφω σε αυτό το όνειρο, αντιλαμβάνομαι ότι τη μέρα που μου τηλεφώνησε η Μπόστον για να μου πει πως οι ΜακΓκάφιν ήθελαν να μου αποκαλύψουν το μυστήριο του σύμπαντος, εν μέρει δέχτηκα να πάω στο ραντεβού διότι το υποσυνείδητό μου βρισκόταν ακόμα υπό την επήρεια του ονείρου της Σαρτζάνα. Δεν αποκλείεται μάλιστα, όταν μερικές μέρες αργότερα δέχτηκα να πάω στο Κάσελ, να το έκανα κατά βάθος -αν και πολύ κατά βάθος- επειδή περίμενα να βρω εκεί το μυστικό της σύγχρονης τέχνης, ή πιθανώς τη μύηση στην ποίηση μιας άγνωστης άλγεβρας, ή ίσως μια πύλη ενσωματωμένη σε μια οξυκόρυφη αραβική αψίδα, μια πύλη με μακρινό κινέζικο παρελθόν, πίσω από την οποία η αγνή γλώσσα ζει μια κρυφή ζωή.


«Το παιδί της τρικυμίας» της Margaret Atwood

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα Το παιδί της τρικυμίας της Margaret Atwood που κυκλοφορεί απο 11 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.  

Ο Φίλιξ απευθύνεται στους ηθοποιούς

Την ίδια ημέρα

Ο Φίλιξ στέκεται δίπλα στον λευκοπίνακα στο µπροστινό µέρος της µεγάλης αίθουσας, απέναντι από τη φετινή τάξη. Αν και έχει διαβάσει τον κατάλογο των εγγεγραµµένων και έχει στείλει τα πακέτα του µαθήµατος -το κείµενο του έργου, τις σηµειώσεις-, δεν γνωρίζει ποτέ εκ των προτέρων ποιος θα εµφανιστεί πράγµατι. Υπάρχουν πάντα κάποιοι που υπαναχωρούν, οπότε οι κενές θέσεις καλύπτονται από τη λίστα αναµονής. Προς τιµήν του, υπάρχει πάντα λίστα αναµονής. Μπορεί επίσης να υπάρχουν απουσίες για άλλους λόγους. Μεταφορές σε άλλα ιδρύµατα, πρόωρες αποφυλακίσεις, τραυµατισµούς που απαιτούν χρόνο νοσηλείας.

Σαρώνει µε το βλέµµα την αίθουσα. Πρόσωπα γνώριµα, βετεράνοι από προηγούµενα έργα του: Αυτοί τον χαιρετούν κουνώντας το κεφάλι, του χαµογελούν αχνά. Νέα πρόσωπα, ανέκφραστα ή θορυβηµένα: Αυτοί δεν ξέρουν τι να περιµένουν. Χαµένα παιδιά όλοι τους, µόλο που δεν είναι παιδιά: Οι ηλικίες τους κυµαίνονται από δεκαεννιά µέχρι σαράντα πέντε. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις, από λευκό µέχρι µαύρο, µε κίτρινο, κόκκινο και µελαψό στο ενδιάµεσο· υπάρχουν πολλές εθνικότητες. Τα εγκλήµατα για τα οποία έχουν καταδικαστεί είναι ποικίλα. Το µόνο που έχουν κοινό, πέρα από το ότι είναι φυλακισµένοι, είναι η επιθυµία να συµµετάσχουν στον θίασο του Φίλιξ. Με διαφορετικά κίνητρα ο καθένας, υποθέτει.

Έχει διαβάσει τους φακέλους τους, που έφτασαν στα χέρια του χάρη στην Εστέλ µέσω κάποιας µυστηριώδους διαδικασίας, αν και προσποιείται ότι δεν τους έχει διαβάσει· γνωρίζει εποµένως για ποιο λόγο βρίσκονται εδώ. Άλλοι είναι µέλη συµµοριών που πληρώνουν τη νύφη για κάποιον ψηλότερα στην ιεραρχία, άλλους τους έπιασαν για ηµιερασιτεχνική διακίνηση ναρκωτικών. Για κλοπές, από τράπεζες µέχρι διαρρήξεις αυτοκινήτων και ψιλικατζίδικων. Ένα παιδί-θαύµα, µισθωµένος χάκερ που καταδικάστηκε για κλοπή εταιρικών πληροφοριών. Ένας απατεώνας και ειδικός στην πλαστοπροσωπία. Ένας αντισυµβατικός γιατρός. Ένας λογιστής από µια αξιοσέβαστη εταιρεία, που εκτίει ποινή για υπεξαίρεση. Ένας δικηγόρος που είχε στήσει µια επενδυτική πυραµίδα.

Ορισµένοι απ' αυτούς είναι ηθοποιοί µε εµπειρία, αφού συµµετείχαν σε αρκετά από τα έργα του. Στην πραγµατικότητα δεν θα έπρεπε να συµµετέχουν στο µάθηµα παραπάνω από µία φορά, αλλά ο Φίλιξ παρακάµπτει αυτό τον περιορισµό εµπλουτίζοντας τη βασική προσφορά του µε οδηγίες και πρόσθετα που κατεβάζει από το ίντερνετ. Στην «Τεχνολογία για το θέατρο» µαθαίνουν φωτισµό, σκηνικά αντικείµενα, ειδικά εφέ και ψηφιακή σκηνογραφία. Στον «Θεατρικό σχεδιασµό» µαθαίνουν ενδυµατολογία, µακιγιάζ, περούκες και µάσκες. Στην «Επεξεργασία βίντεο για το θέατρο» µαθαίνουν πώς να φτιάχνουν µεταξωτά πουγκιά από αυτιά γουρούνας. Ο Φίλιξ µοιράζει ανάλογα διδακτικές µονάδες. Στα χαρτιά όλα φαίνονται καλά στους αρµόδιους. Ο κύριος Ντιουκ είναι αληθινό κελεπούρι: τέσσερα µαθήµατα στην τιµή του ενός.

Στο µεταξύ έχει καλλιεργήσει µια σειρά δεξιότητες τις οποίες µπορεί να επιστρατεύει όταν τις χρειάζεται. Έχει στη διάθεσή του σχεδιαστές κοστουµιών, επεξεργαστές βίντεο, υπευθύνους φωτισµού και ειδικών εφέ, κορυφαίους καλλιτέχνες µεταµφίεσης. Αναρωτιέται µερικές φορές πόσο οι τέχνες που διδάσκει θα µπορούσαν να φανούν χρήσιµες σε µια ληστεία τράπεζας, λόγου χάρη, ή σε µια απαγωγή, αλλά παραµερίζει αυτές τις ευτελείς σκέψεις ευθύς µόλις εµφανίζονται.

Κοιτάζει γύρω την αίθουσα, µοιράζοντας ήδη τους ρόλους στο µυαλό του. Να ο τέλειος Φερδινάνδος, πρίγκιπας της Νάπολης, που τον κοιτάζει µε στρογγυλά, άδολα µάτια σαν έτοιµος να ερωτευτεί: το Παιδί-Θαύµα, ο απατεώνας. Να ο Άριελ, εκτός κι αν έχει πέσει εντελώς έξω, στοιχειακό αερικό, λεπτοκαµωµένος κι επιδέξιος, που ακτινοβολεί ψυχρή νεανική ευφυΐα: ο 8Handz, ο οκταχέρης, ιδιοφυής χάκερ. Κοντόχοντρος Γκονζάλο, ο βαρετός, άξιος σύµβουλος: το Στραβό Μολύβι, ο διεφθαρµένος λογιστής. Και Αντώνιος, ο ύπουλος, σφετεριστής αδερφός του µάγου Πρόσπερου: ο Φιδοµάτης, ο απατεώνας που είχε στήσει τις κοµπίνες µε την πυραµίδα και τα ακίνητα, µε το λοξό αριστερό µάτι και το στραβό του στόµα που τον κάνουν να µοιάζει σαν να γελάει χλευαστικά.

Το απόρριµµα ο Τρίνκουλος, ο τρελός, ο γελωτοποιός. Δεν φαίνεται πουθενά Στέφανος, ο µέθυσος αρχιυπηρέτης. Διάφοροι Κάλιµπαν, βλοσυροί και µυώδεις: γήινοι, ενδεχοµένως βίαιοι. Κάποιον θα διαλέξει. Πριν αποφασίσει όµως για οποιονδήποτε, θα χρειαστεί να τους ακούσει να λένε µερικούς στίχους.

Χαµογελάει µε αυτοπεποίθηση, το χαµόγελο κάποιου που ξέρει τι κάνει. Έπειτα επιχειρεί µια παραλλαγή της οµιλίας µε την οποία αρχίζει κάθε νέα περίοδο.

«Καληµέρα» λέει. «Καλώς ορίσατε στη Θεατρική Οµάδα του Σωφρονιστηρίου Φλέτσερ. Δεν µ' ενδιαφέρει γιατί είστε εδώ µέσα ή τι λένε ότι κάνατε: Γι' αυτό το µάθηµα το παρελθόν είναι πρόλογος, που σηµαίνει ότι αρχίζουµε να µετράµε τον χρόνο και τις επιδόσεις ακριβώς εδώ, ακριβώς τώρα.

»Από αυτή τη στιγµή είστε ηθοποιοί. Θα παίξετε όλοι σ' ένα έργο· καθένας θα έχει µια λειτουργία, όπως θα σας πουν οι παλιές καραβάνες που το έχουν ξανακάνει. Η Θεατρική Οµάδα του Σωφρονιστηρίου Φλέτσερ ανεβάζει αποκλειστικά έργα του Σαίξπηρ, επειδή αυτός είναι ο καλύτερος και πληρέστερος τρόπος για να µάθει κανείς θέατρο. Ο Σαίξπηρ έχει κάτι για τον καθένα, επειδή αυτό ακριβώς ήταν το κοινό του: ο καθένας, από τους πιο υψηλά ιστάµενους µέχρι τους πιο χαµηλά και αντιστρόφως.

»Το όνοµά µου είναι κύριος Ντιουκ και είµαι ο σκηνοθέτης. Αυτό σηµαίνει ότι είµαι υπεύθυνος για τη συνολική παραγωγή κι ότι έχω τον τελευταίο λόγο.

»Αλλά δουλεύουµε σαν οµάδα. Καθένας από σας θα έχει κάποιο σηµαντικό ρόλο να εκπληρώσει και, αν κάποιος δυσκολεύεται, είναι καθήκον των µελών της οµάδας να τον βοηθήσουν, επειδή ένας αδύναµος κρίκος καθορίζει πόσο δυνατό θα είναι το έργο µας: Αν αποτύχει ένας από µας, θα αποτύχουµε όλοι. Εποµένως, αν κάποιος στην οµάδα σας δυσκολεύεται να διαβάσει τα λόγια, πρέπει να τον βοηθήσετε. Όπως πρέπει να βοηθάτε ο ένας τον άλλο να µάθει τους ρόλους και να καταλαβαίνετε τι σηµαίνουν τα λόγια και πώς να τα λέτε µε δύναµη. Αυτή είναι η αποστολή σας. Πρέπει να αρθούµε όλοι στο ανώτερο επίπεδο. Η Θεατρική Οµάδα του Σωφρονιστηρίου Φλέτσερ πρέπει να δικαιώσει τη φήµη της, και ό,τι δηµιουργούµε µαζί τιµά αυτή τη φήµη.

»Με έχετε ακούσει να αναφέρω οµάδες, κι όσοι από σας συµµετείχατε σε κάποιο από τα έργα µου στο παρελθόν γνωρίζετε τι σηµαίνει αυτό. Καθένας από τους πρωταγωνιστές θα περιβάλλεται από µία οµάδα, όλα τα µέλη της οποίας πρέπει να µάθουν τα λόγια αυτού του πρωταγωνιστή. Κι αυτό επειδή κάθε βασικός ηθοποιός πρέπει να έχει µερικούς αντικαταστάτες, για την περίπτωση που αρρωστήσει ή για οποιοδήποτε άλλο... για την περίπτωση που υπάρξουν απρόβλεπτες, έκτακτες περιστάσεις, όπως πρόωρη αποφυλάκιση, λόγου χάρη. Ή αν τύχει και γλιστρήσει στο ντους. Το έργο πρέπει να συνεχιστεί παρ' όλ' αυτά: Έτσι γίνεται στο θέατρο. Σ' αυτό τον θίασο στηρίζουµε ο ένας τον άλλο.

»Θα χρειαστεί να κάνετε ορισµένες γραπτές εργασίες. Θα γράψετε για πλευρές του έργου, αλλά θα ξαναγράψετε επίσης εκείνα τα µέρη που θα κρίνετε -θα κρίνουµε- ότι θα µπορούσαν να γίνουν πιο κατανοητά στο σύγχρονο κοινό. Θα βιντεοσκοπήσουµε την παράστασή µας· το βίντεο θα προβληθεί για όλους στη - για όλους στο Φλέτσερ. Το βίντεό µας θα είναι κάτι για το οποίο θα είµαστε περήφανοι, όπως έγινε και µε τις προηγούµενες παραστάσεις µας».

Χαµογελάει καθησυχαστικά, συµβουλεύεται έναν φάκελο. «Στη συνέχεια θα χρειαστεί να διαλέξετε ένα καλλιτεχνικό όνοµα. Είναι κάτι που έκαναν πολλοί ηθοποιοί στο παρελθόν, καθώς και τραγουδιστές της όπερας και ταχυδακτυλουργοί. Το πραγµατικό όνοµα του Χάρι Χουντίνι ήταν Έρικ Βέις, του Μποµπ Ντίλαν Ρόµπερτ Ζίµερµαν, του Στίβι Γουόντερ Στέβλαντ Τζάντκινς». Τις πληροφορίες γι' αυτά τα ονόµατα τις βρήκε στο ίντερνετ, αναζητώντας καλλιτεχνικά ψευδώνυµα. Γνωρίζει µόνο ορισµένους απ' αυτούς: Προσθέτει µερικούς νεότερους κάθε φορά που βγάζει αυτό τον λόγο. «Το ίδιο κάνουν και οι ηθοποιοί του κινηµατογράφου, για να µην αναφέρω τους τραγουδιστές της ροκ και της ραπ. Ο Σνουπ Ντογκ λεγόταν Κάλβιν Μπρόουντους. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Σκεφτείτε λοιπόν το καλλιτεχνικό σας όνοµα. Είναι σαν τίτλος».

Ακολουθούν νεύµατα και ψίθυροι. Οι ηθοποιοί µε κάποια εµπειρία έχουν ήδη καλλιτεχνικά ονόµατα από παλαιότερες παραστάσεις. Τώρα χαµογελούν: Καλωσορίζουν την επιστροφή αυτού του άλλου εαυτού τους, που στέκει εκεί µπροστά τους σαν κοστούµι και περιµένει να τον αποδεχτούν.

Ο Φίλιξ κάνει παύση, ατσαλώνεται για το ζόρικο ψήσιµο. «Και τώρα το φετινό έργο». Γράφει στον λευκοπίνακα µε κόκκινο µαρκαδόρο: Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ. «Λοιπόν» λέει. «Έχετε πάρει το κείµενο εκ των προτέρων, έχετε πάρει τις σηµειώσεις µου, είχατε τον χρόνο να τα κοιτάξετε». Για µερικούς απ' αυτούς αυτό ισχύει µόνο ως τρόπος του λέγειν, επειδή στην καλύτερη περίπτωση έχουν πάει µέχρι την τρίτη δηµοτικού. Θα βελτιωθούν, πάντως: Η οµάδα τους θα τους βελτιώσει. Θα τους τραβήξει ν' ανέβουν βήµα βήµα τη σκάλα της παιδείας.

«Θ' αρχίσω µε τις κεντρικές ιδέες» συνεχίζει ο Φίλιξ. «Αυτές είναι τα σηµαντικά πράγµατα που πρέπει να αναζητήσουµε όταν θα µας απασχολήσει το πώς θα παρουσιάσουµε αυτό το έργο».

Χρησιµοποιώντας τον µπλε µαρκαδόρο, γράφει:

ΕΙΝΑΙ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ: Έχει την περισσότερη µουσική + τα περισσότερα τραγούδια στον Σξπ.

Μουσική που χρησιµοποιείται για ποιο σκοπό;

ΜΑΓΕΙΑ: Που χρησιµοποιείται για ποιο σκοπό;

ΦΥΛΑΚΕΣ: Πόσες;

ΤΕΡΑΤΑ: Ποιος είναι τέρας;

ΕΚΔΙΚΗΣΗ: Ποιος την επιθυµεί; Γιατί;

Παρατηρώντας τα πρόσωπά τους -ανέκφραστα, σκυθρωπά ή εντελώς απορηµένα- σκέφτεται: Δεν το καταλαβαίνουν. Δεν είναι όπως µε τον Ιούλιο Καίσαρα, δεν είναι όπως µε τον Μάκβεθ: Εκεί έπιασαν αµέσως το νόηµα. Ούτε καν όπως µε τον Ριχάρδο Γ΄, που ήταν µια πρόκληση, καθώς πάρα πολλοί απ' αυτούς είχαν πάρει το µέρος του Ριχάρδου.

Παίρνει βαθιά ανάσα. «Πριν πάµε παρακάτω, υπάρχουν ερωτήσεις;»

«Ναι, αµέ» λέει ο Λεγκς. Διάρρηξη, βιαιοπραγία. Είναι βετεράνος στη σκηνή του Σωφρονιστηρίου Φλέτσερ, καθώς έχει παίξει τον Μάρκο Αντώνιο στον Ιούλιο Καίσαρα,µία από τις µάγισσες στον Μάκβεθ και τον Κλάρενς στον Ριχάρδο Γ΄. «Το διαβάσαµε. Αλλά γιατί κάνουµε αυτό το έργο; Δεν υπάρχει σκηνή µάχης κι έχει και µια νεράιδα µέσα, αδερφή δηλαδή».

«Εγώ νεράιδα δεν κάνω» λέει ο ΠίΠοντ. Έκανε τη λαίδη Μάκβεθ στον Μάκβεθ και τον Ρίτσµοντ στον Ριχάρδο Γ΄. Είναι ένας γαλίφης µε ένα σµάρι -απ' ό,τι λέει ο ίδιος- αφοσιωµένες καλλονές που τον περιµένουν µε το που θα βγει.

«Ούτε εγώ κάνω κορίτσι». Αυτός είναι ο Σιβ: Έχει διασυνδέσεις µε µια συµµορία ναρκωτικών και συνελήφθη σ' ένα µεγάλο ντου που έκανε αιφνιδιαστικά η αστυνοµία πριν από µερικά χρόνια. Κοιτάζει γύρω στην αίθουσα για υποστήριξη: εριστικά νεύµατα, ψίθυροι αποδοχής. Κανείς δεν θέλει αυτούς τους δύο ρόλους: ούτε του Άριελ ούτε της Μιράντας.

Ο Φίλιξ βρίσκεται µπροστά σε µια πιθανή εξέγερση, αλλά την έχει προβλέψει. Έχει αντιµετωπίσει το ζήτηµα του φύλου και σε άλλα έργα, αλλά εκείνοι οι γυναικείοι ρόλοι ήταν αφενός ώριµες γυναίκες και αφετέρου είτε ασήµαντες είτε απολύτως αντιπαθητικές, οπότε γίνονταν αποδεκτές ευκολότερα. Οι µάγισσες στον Μάκβεθ ήταν παιχνιδάκι -τα παιδιά δεν είχαν αντίρρηση να παίξουν γριές γκιόσες που ήταν τέρατα, όχι πραγµατικές γυναίκες- και η Καλπουρνία ήταν δευτερεύων ρόλος. Η λαίδη Μάκβεθ ήταν χειρότερο τέρας κι από τις µάγισσες: Ο ΠίΠοντ έλεγε ότι ήταν ολόιδια η µάνα του και την είχε παίξει πολύ καλά. Η λαίδη Άννα στον Ριχάρδο Γ´ ήταν θυµωµένη κι αψίκορη· στην πραγµατικότητα έσταζε φαρµάκι. Ο Σιβ είχε παιδευτεί πολύ µε δαύτη.

Η Μιράντα όµως δεν είναι τέρας, ούτε µεγάλη γυναίκα. Είναι κορίτσι, και κορίτσι ευάλωτο. Όποιος άντρας την παίξει θα χάσει το κύρος του µε ολέθριο τρόπο. Θα γίνει περίγελος, στόχος. Υποδυόµενος το κορίτσι, κινδυνεύει να του φερθούν σαν να ήταν κορίτσι. Ολέθριο θα ήταν και για τον Φερδινάνδο: να πρέπει να σερβίρει εκστασιασµένος εκείνες τις ερωτικές εξοµολογήσεις σ' έναν µουτρωµένο συγκρατούµενο.

«Ας αφήσουµε για την ώρα στην άκρη το ζήτηµα µε το κορίτσι» λέει ο Φίλιξ. «Πρώτ' από όλα, κανείς εδώ µέσα δεν θα χρειαστεί να παίξει τη Μιράντα. Η Μιράντα είναι µια γλυκιά, αθώα δεκαπεντάχρονη. Δεν βλέπω ποιος από σας θα µπορούσε να είναι πολύ πειστικός σ' αυτό τον ρόλο».

Τα µουγκρητά ανακούφισης ακούγονται καθαρά. «Εντάξει, ωραία» λέει ο Σιβ. «Μα, αν δεν την κάνει κανείς αποδώ, τότε ποιος θα την κάνει;»

«Θα προσλάβω...» Ο Φίλιξ κοντοστέκεται, προσαρµόζει το λεξιλόγιό του. «Θα αγκαζάρω µια επαγγελµατία ηθοποιό» λέει. «Μια πραγµατική γυναίκα» προσθέτει ώστε να πιάσουν στ' αλήθεια το νόηµα.
«
Θα έρθει εδώ µέσα;» λέει ο ΠίΠοντ. «Για να παίξει στο έργο µας;» Κοιτάζονται µεταξύ τους, δεν το πιστεύουν. Η Τρικυµία έχει αρχίσει ήδη να κινεί το ενδιαφέρον ορισµένων απ' αυτούς.

«Μπορείς να βάλεις κάνα γκοµενάκι να το κάνει;»

Το Παιδί-Θαύµα, ο απατεώνας µε τα εκφραστικά µάτια, παίρνει τον λόγο. «Δεν νοµίζω ότι είναι σωστό να κουβαλήσεις εδώ µέσα µια νέα κοπέλα. Θα τη φέρεις σε περίεργη θέση. Όχι ότι εγώ θ' άπλωνα χέρι» λέει. «Αλλά... Απλώς το αναφέρω».

«Μωρέ, σιγά που δεν θ' άπλωνες» λέει µια φωνή από το βάθος. Γέλια.

«Μα θα παίζει τον ρόλο µιας νέας κοπέλας» λέει ο Φίλιξ. «Δεν είπα εγώ ότι θα είναι νέα κοπέλα. Όχι βέβαια ότι θα είναι γριά» προσθέτει για να απαντήσει στις εκφράσεις απογοήτευσης. «Θεωρήστε τη συµµετοχή της προνόµιο. Με το παραµικρό πρόβληµα -κόλληµα, χούφτωµα, τσιµπιά, βροµόλογο και ούτω καθεξής- πήρε δρόµο, το ίδιο και σεις. Περιµένω να φερθείτε όλοι σαν επαγγελµατίες ηθοποιοί, που θεωρώ ότι είστε». Όχι ότι οι επαγγελµατίες ηθοποιοί παραλείπουν να επιδοθούν σε τσιµπιές και χουφτώµατα, υπενθυµίζει στον εαυτό του. Αλλά δεν είναι ανάγκη να µοιραστεί αυτή τη σκέψη.

«Κάποιος τυχεράκιας παιδαράς θα παίξει αυτόν τον πώς τον λένε τον Φέρντι» λέει ο Λεγκς.

«Θα πάρει εκείνα τα καυτά κοντινά πλάνα και θα του σηκωθεί κάγκελο».

«Κάγκελο δεν θα πει τίποτα» λέει ο ΠίΠοντ.

«Τόσο κάγκελο, που θα κοκαλώσει ο τύπος». Ψίθυροι, πνιχτά γέλια.

«Θα ασχοληθούµε µ' αυτό όταν έρθει η ώρα» λέει ο Φίλιξ.

«Ωραία όλ' αυτά» λέει το Στραβό Μολύβι, ο καταχραστής λογιστής. Το καλλιτεχνικό όνοµα του έχει δοθεί κοινή συναινέσει. Στην αρχή δεν του πολυάρεσε, προσπάθησε να επιµείνει σε κάτι πιο αξιοπρεπές, όπως «Νουµεράκιας». Ήθελε να διατηρήσει το αίσθηµα ανωτερότητας.

Τελικά όµως αποδέχτηκε το «Στραβό Μολύβι», γιατί είχε µήπως άλλη επιλογή;

Το Στραβό Μολύβι έπαιξε τον Κάσιο στον Ιούλιο Καίσαρα και έχει µανία µε τις λεπτοµέρειες, σε σηµείο που να γίνεται συχνά κουραστικός. Ο Φίλιξ τον θεωρεί δοκιµασία. Θέλει πάντα να δείχνει πόσο καλά προετοιµασµένος είναι. Ο Γκονζάλο, σκέφτεται: Το Στραβό Μολύβι είναι ό,τι πρέπει γι' αυτόν.

«Πολύ ωραία όλ' αυτά» συνεχίζει το Στραβό Μολύβι «αλλά δεν σας απασχόλησε καθόλου το, χµ... το ζήτηµα του Άριελ».

«Ναι, βέβαια, το νεραϊδικό» λέει ο Λεγκς.

«Αυτό θα το συζητήσουµε την Παρασκευή» λέει ο Φίλιξ. «Τώρα η πρώτη γραπτή άσκησή σας. Θέλω να διατρέξετε προσεκτικά το κείµενο και να κάνετε έναν κατάλογο µε τις βρισιές που υπάρχουν στο έργο. Αυτές θα είναι οι µοναδικές βρισιές που θα χρησιµοποιήσουµε σ' αυτή την αίθουσα. Αν πιάσουµε κάποιον να χρησιµοποιεί άλλες, άι γα... και τα λοιπά, χάνει έναν βαθµό από τη σούµα του. Οι πόντοι µετριούνται µε το σύστηµα τιµής, αλλά είµαστε µάρτυρες ο ένας του άλλου. Κατανοητό;»

Χαµόγελα από τους βετεράνους: Ο Φίλιξ βάζει πάντα κάποιο τέτοιο διαγώνισµα στην τάξη.

«Για τσιγάρα παίζουµε;» ρωτάει ο ΠίΠοντ. «Όπως συνήθως;»

«Φυσικά» λέει ο Φίλιξ. «Μόλις φτιάξετε τον κατάλογό σας, διαλέξτε δέκα απ' αυτές τις βρισιές και αποστηθίστε τες, και µετά µάθετε να τις γράφετε σωστά. Αυτές θα είναι οι δικές σας συγκεκριµένες βρισιές. Μπορείτε να τις χρησιµοποιείτε σ' αυτή την τάξη για όλους και για όλα. Αν δεν γνωρίζετε τι σηµαίνουν, ευχαρίστως να σας εξηγήσω. Έτοιµοι, εµπρός, πάµε!»

Κεφάλια σκύβουν, τετράδια ανοίγουν, κείµενα διαβάζονται, µολύβια πιάνουν δουλειά.


«Λίγες και μία νύχτες» του Ισίδωρου Ζουργού

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου) που θα κυκλοφορήσει στις 15 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κριτική.  

Κεφάλαιο 1ο

Ο γέρος στο βαγόνι


Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909,ευρωπαϊκή ώρα 22.45´
Θηρίο μ' ένα κίτρινο μάτι μες στη νύχτα. Είναι σιδερένιο, είναι τρένο, είναι βρόμικο απ' τον καπνό και νεφελώδες απ' τους υδρατμούς που βγάζουν τα ίδια του τα σπλάχνα. Έφυγε απ' τον σταθμό του Σιρκετζί[1] στην Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει εδώ και είκοσι ώρες. Μέχρι στιγμής πρόλαβε ο δρόμος να του νυχτώσει δυο φορές και μια να ξημερώσει. Είναι ένα τρένο στοιχειωμένο, που κουβαλάει λίγους επιβάτες κι έναν αιμοσταγή βασιλιά.Στο πολυτελές βαγόνι ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο τζάμι για ώρες. Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της δεύτερης νύχτας του ταξιδιού κοιτάζοντας έξω σιωπηλός τις ασημένιες σκιές των δέντρων και των χαμηλών σπιτιών. Χάζευε τα είδωλα που έπλαθε το φεγγαρόφωτο και προς στιγμήν τού φάνηκε πως κάπου ανέμιζε μια σημαία με σελήνη - όχι αυτή της δικής του αυτοκρατορίας αλλά της νύχτας, αυτής της επικράτειας που κρατάει για πάντα.Το τρένο ετοιμάστηκε από την Επαναστατική Επιτροπή μέσα σε λίγες ώρες ειδικά γι' αυτόν, ένα τρένο έρημο για να τον στείλει μακριά απ' την Κωνσταντινούπολη, για να τον εξορίσει. Τον μονάρχη συνοδεύουν οι δυο μικροί του γιοι, τρεις απ' τις γυναίκες του, υπασπιστές, ένα τσούρμο υπηρέτες και η φρουρά που τον επιτηρεί μ' ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν είναι πολύς ο καιρός που ο πατισάχ δεν είναι παντοδύναμος και οι υπήκοοί του θέλουν τον χρόνο τους για να το συνηθίσουν.Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σαλονίκης δεν υπάρχουν επίσημοι να τον υποδεχτούν, μόνο μια ντόπια φρουρά κι ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής, ένας Ιταλός στρατηγός, ο Ντε Ρομπιλλάν, που μιλάει σπασμένα τα οθωμανικά.Ο Ιταλός διοικητής δείχνει στον έκπτωτο μονάρχη να μπει στο αυτοκίνητό του· εκείνος αρνείται. Ο ξεδοντιασμένος από την εξουσία σουλτάνος θέλει άμαξα να τον ταξιδέψει, θέλει ν' ακούει οπλές στο λιθόστρωτο, τρίλιες από χάμουρα που κουδουνίζουν, θέλει να μυρίζει τις ανάσες των αλόγων που αχνίζουν στην υγρασία της νύχτας.Φέρνουν μιαν άμαξα που ξεκινάει μέσα από στενούς δρόμους και σκοτεινούς. 

Οι εντολές του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» είναι σαφείς: η μεταφορά πρέπει να γίνει διακριτικά, αν γίνεται και μυστικά, μακριά από το θορυβώδες Κέντρο και την παραλία όπου όλα τα καφέ σαντάν είναι ακόμη ανοιχτά και οι λάμπες του φωταερίου προδίδουν την κάθε κίνηση. Πάνε δυο μέρες που η Θεσσαλονίκη, σημαιοστολισμένη και φωταγωγημένη, γιορτάζει την εκθρόνιση του σουλτάνου· άλλωστε η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν πάντα εδώ. Η ίδια η αιτία της χαράς της, ο εξόριστος πατισάχ, έρχεται ίσια μες στον κόρφο της, αλλά είναι ακόμη νύχτα και η πόλη δεν το ξέρει.Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ κάθε τόσο τραντάζεται στη θέση του στην άμαξα καθώς τα στενά τής Άνω Πόλης είναι γεμάτα λακκούβες. Η μεγάλη μύτη του τρέχει από την υγρασία, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα μαντίλι και με το άλλο γαντζώνεται γερά απ' τη χειρολαβή, γιατί οι στροφές και οι τρύπες στα καλντερίμια δεν έχουν τέλος.Κατηφορίζουν απ' τα ανατολικά τείχη ενώ αριστερά διακρίνονται τα φώτα του Δημοτικού Νοσοκομείου Χαμιδιέ, που έχει τ' όνομά του. Η «Σκιά του Θεού επί της Γης» φρόντιζε τους υπηκόους του για τριάντα-τόσα χρόνια. Αυτοί, συλλογίζεται θλιμμένος, τον αντάμειψαν με απαγωγή και φυλάκιση σ' ένα άδειο τρένο.Η ψυχή του πατισάχ και τα λαγόνια του κάπως γαληνεύουν όταν τσουλάνε στους κυβόλιθους της Λεωφόρου Χαμιδιέ, που έχει κι αυτή τ' όνομά του. Κάπως ηρεμεί μιας κι από κει βλέπει τη θάλασσα - ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη που γυαλίζει απ' τη φωταύγεια της σελήνης. Κάτω απ' το μαρμάρινο σιντριβάνι στην αρχή της λεωφόρου ο αλμυρός αέρας του Κόλπου είναι μυρμήγκιασμα στα γένια του. Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ' άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που 'ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ' τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά.Η άμαξα έστριψε αριστερά για την επόμενη λεωφόρο. Ο μονάρχης άφησε απ' τα μάτια του τη θάλασσα και το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε στη μονοτονία των γραμμών του τραμ. Μέσα απ' αυτές τις ράγες γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω και θυμάται που είχε επισκεφτεί αυτήν την πόλη νεαρός πρίγκιπας.

 Τώρα αναρωτιέται πού τον οδηγούν αυτές οι σιδερένιες γραμμές - ίσως σε κάποιο μνήμα που χάσκει ανοιχτό και τον περιμένει.Σε αυστηρή στοίχιση προπορεύονται έφιπποι αστυνομικοί που καλπάζουν σε ζευγάρια. Έχουν μαρμάρινους λαιμούς και κοιτάζουν μόνο μπροστά. Πίσω από την άμαξά του ακολουθεί ένα μικρό καραβάνι, που σέρνει τα υπολείμματα του κόσμου του από το ανάκτορο του Γιλδίζ, που το άφησε για πάντα.Αυτή η λεωφόρος που τώρα διασχίζουν φαίνεται εντυπωσιακή: πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά, δεντροστοιχίες, φωτισμός, μεγαλοπρεπείς επαύλεις με πύργους και θαλερούς κήπους που ξεχωρίζουν πίσω από ψηλά κάγκελα. Ο σουλτάνος δεν πολυκοιτάζει, ενώ κάπου κάπου τα μάτια του κλείνουν - είναι γέρος πια. Χαϊδεύει μόνο την αριστερή παλάμη με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού· φαίνεται κάτι να αναζητεί ψαύοντας τις γραμμές του χεριού του. Αν η μοίρα του είναι ανάγλυφη πάνω στο δέρμα, ο πατισάχ δε θ' αργήσει ως χειρομάντης να την ανακαλύψει.}Είχε αρχίσει να φέγγει. Η πόλη σε λίγο θα ξυπνούσε. Ο Λευτέρης, άνιφτος ακόμη, φορτώθηκε το μουσλούκι[2] και πήγε να το γεμίσει στην κοντινή δημόσια κρήνη. Η μάνα κοιμόταν. Ο ύπνος την έπαιρνε συνήθως πριν απ' τα χαράματα, όταν σταματούσε ο βήχας. Η θάλασσα, που ήταν δυο βήματα κοντά, έστελνε τη μυρωδιά από τα φύκια της ακτής και τη νοτισμένη άμμο, που περίμενε το ανέβασμα του ήλιου για να ξεράνει την πέτσα της.Πατέρας και γιος θρυμμάτισαν ξερό ψωμί στο ζεστό γάλα κι άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί. Από τη μέσα κάμαρη ακουγόταν βαριά η ανάσα της μάνας. Ο Λευτέρης χτύπαγε επίτηδες το κουτάλι στο εμαγιέ πιάτο, γιατί υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχε ν' ακούει τον ρόγχο της. Ο πατέρας του έτρωγε ανέκφραστος και δεν τον πολυκοίταζε. Ο γιος του ήταν πια έντεκα χρονών, δεν είχε ανάγκη από κανακέματα.Βγήκαν απ' το σπίτι και πήραν τον χωματόδρομο που έβγαζε στη Λεωφόρο των Εξοχών. Στάθηκαν μπροστά στο αγίασμα της Αγίας Σολομονής. Ο πατέρας σταυροκοπήθηκε, κι ύστερα, όπως κάθε πρωί, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Λευτέρης τράβηξε κατά το κέντρο της πόλης, όπου ήταν τα πρακτορεία των εφημερίδων, και ο κυρ-Γιάννης ο Ζεύγος ανατολικά, στους κήπους των επαύλεων, στη βίλα του Αλλατίνι πάνω απ' τους μύλους, εκεί όπου τέλειωνε η λεωφόρος με τις επαύλεις κι άρχιζε ο δρόμος για τη Γεωργική Σχολή.

Ο Λευτέρης κοντοστάθηκε για να χαζέψει το τραμ που περνούσε. Ήταν γεμάτο κουστουμαρισμένους άντρες με κρεμ καπέλα και κολλαρισμένους γιακάδες. Οι πιο πολλοί δούλευαν στον φραγκομαχαλά και στο Λιμάνι, στις τράπεζες και στα ναυτιλιακά γραφεία. Μια φορά είχε πάρει κι αυτός το τραμ για να πάει κάτω στο πρακτορείο να φορτωθεί εφημερίδες. Ήταν γιατί την προηγουμένη είχε χωθεί ένα καρφί στην πατούσα του κι έσερνε το πόδι σβαρνώντας το χώμα απ' όπου περνούσε. «Μια φορά» λέγοντας εννοούμε με εισιτήριο, γιατί πολλές φορές αθέατος απ' τον καθρέφτη του οδηγού είχε πηδήξει κι είχε σκαλώσει στην ουρά του βαγονιού. Το έκανε συνήθως μεσημέρια στη ζέστη και στο μεγάλο στρίμωγμα ζητώντας απ' τους επιβάτες συνένοχη σιωπή. Έβαζε το δάχτυλο μπροστά στα χείλη και παρακαλούσε με το βλέμμα ασπροντυμένες καμαριέρες και γκουβερνάντες, οι οποίες κατέβαιναν κάπου στις επαύλεις του Αθ. Σωσσίδη, του Χρ. Γεωργιάδη, των Χατζημήσεφ, του Λεβή Μοδιάνο, των Άμποτ, του Περ. Χατζηλαζάρου...Τάχυνε το βήμα γιατί ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Πέρασε έξω απ' το ζυθοπωλείο Μικρός Κήπος όπου είδε έναν σερβιτόρο να σκουπίζει την αυλή.«Άργησες, Λευτεράκη, μεσημέριασε!» του φώναξε.Άνοιξε κι άλλο το βήμα και βούτηξε ως τον αστράγαλο στο νερό που κατέβαζε ο χείμαρρος παραδίπλα. Στο καφενείο του Λευκού Πύργου είχαν κιόλας καθίσει οι πρώτοι πελάτες και ρουφούσαν τον πρωινό τους καφέ. Κατάλαβε πως η ώρα είχε περάσει για τα καλά κι άρχισε να τρέχει. Βγήκε στη Λεωφόρο Χαμιδιέ και πέρασε σφεντόνα μπροστά απ' το καφενείο Ο Παρθενών. Έκοψε τον δρόμο στη μέση κι έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο αποφεύγοντας κάτι αλογίσιες κοπριές που άχνιζαν. Χώθηκε στα στενά της παλιάς πόλης, εκεί όπου έβλεπαν τον ήλιο μόνο το καταμεσήμερο.}Όταν ο Γιάννης Ζεύγος αντίκρισε τη βίλα από μακριά, είδε κόσμο συγκεντρωμένο έξω απ' τα κάγκελα. Πλήθος οι ένστολοι ακόμη και μες στην αυλή ως το βάθος της, εκεί όπου ξεκινούσαν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Παραμέρισε κάποιους περίεργους σπρώχνοντας με τους αγκώνες αριστερά και δεξιά, ώσπου έφτασε στη θεόρατη καγκελόπορτα. Δε χρειαζόταν να ρωτήσει τι συνέβαινε· απ' τις κουβέντες του πλήθους είχε καταλάβει: ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ήταν φυλακισμένος στην Έπαυλη Αλλατίνι.

Δύο χωροφύλακες με βλοσυρό ύφος τον σταμάτησαν στην είσοδο κι αυτός άρχισε τσάτρα πάτρα να τους εξηγεί στα οθωμανικά: δούλευε, τους είπε, κηπουρός εδώ και χρόνια στη βίλα, τις μισές μέρες της βδομάδας του εκεί τις περνούσε· ας ρωτούσαν και τον κύριο διευθυντή της Χωροφυλακής, που ίσαμε προχθές έμενε αυτός στη βίλα. Σε μια επιπλέον προσπάθεια πέρασε το δάχτυλο ανάμεσα στα κάγκελα και τους έδειξε το παράσπιτο, όπου φύλαγε τα εργαλεία του.Ένας απ' τους χωροφύλακες του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Ο κυρ-Γιάννης κράτησε στο χέρι του το καπέλο και υπάκουσε. Καθώς περπατούσε, έβλεπε γύρω του φοβισμένος αυτό που συνέβαινε. Όλη η αχανής αυλή με τους κήπους φιλοξενούσε μέσα της ένα μικρό άλσος από γυαλισμένες μπότες και ξίφη. Αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας σε μικρές συντροφιές κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Συνέχισε να βαδίζει πίσω απ' τον ψηλό χωροφύλακα πατώντας στο άσπρο χαλίκι με το οποίο είχε στρώσει αυτός ο ίδιος το μονοπάτι. Πάνω του τα δέντρα με τις φωλιές των πουλιών, πεύκα τα πιο πολλά και σφεντάμια, στην άκρη στα κάγκελα δάφνες και μυρτιές· τα 'ξερε όλα ένα προς ένα. Μάλιστα τους είχε δώσει και ονόματα, αλλά δεν το είχε πει σε κανέναν γιατί ντρεπόταν. Πέρασε δίπλα από τα σκαλισμένα παρτέρια του· χθες ακόμη είχε φυτέψει μέσα τους την ίδια την άνοιξη σε σπόρους. Πώς είχαν όμως έτσι αλλάξει τα πράγματα από χθες;Στους στάβλους, μια αποθήκη με άχυρο είχε μετατραπεί σε Φρουραρχείο. Ένας αξιωματικός με τσιγκελωτό μουστάκι τού συμπλήρωσε ένα δελτίο εισόδου και το γέμισε σφραγίδες.«Να το δείχνεις στην πόρτα», τον πρόσταξε, «πιο πολύ τις πρώτες μέρες, ώσπου να σε μάθουν οι φρουροί».Βγήκε κρατώντας μαζί με το καπέλο κι αυτό το χαρτί. Σήκωσε προς στιγμήν τα μάτια στα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Είχε συνηθίσει εδώ και καιρό να βλέπει την οικογένεια του διευθυντή της Χωροφυλακής, του Ρομπιλλάν πασά. Μέχρι χθες κατοικούσαν στη βίλα, αλλά αναγκάστηκαν να μετακομίσουν μέσα σε λίγες ώρες. Έβγαλαν έξω τους ανθρώπους και σε μία νύχτα τούς πήγαν αλλού. Αυτός ο σουλτάνος ήταν θεομηνία. Ήταν ήρεμοι άνθρωποι και δια-κριτικοί η οικογένεια του διευθυντή, κι αυτός, ο κυρ-Γιάννης ο κηπουρός τους, είχε συνηθίσει να δουλεύει μες στην ησυχία. Δύο φρουρούς είχε όλους κι όλους ο Ρομπιλλάν πασάς που εναλλάσσονταν μέρα και νύχτα, κι ο Γιάννης τούς ήξερε καλά. Τώρα ο κόσμος όλος είχε γεμίσει λοφία και καπέλα. Πώς ήρθε έτσι ο κόσμος ανάποδα; συνέχισε να αναρωτιέται. Πώς ένας σουλτάνος μπερδεύτηκε ανάμεσα στους κισσούς και στις τριανταφυλλιές του;«Μα είναι πράγματι ο σουλτάνος;» αναρωτήθηκε φωναχτά μη μπορώντας να το πιστέψει, και κοίταξε πάλι στα μεγάλα παράθυρα του πρώτου ορόφου.Είχε δει τους προηγούμενους μήνες κάτι σκίτσα που κυκλοφορούσαν σε ξένες εφημερίδες και σε καρτ ποστάλ. Άσχημος ήταν ο πατισάχ, κοντός, με καμπούρα, μεγάλη μύτη και λάγνο ύφος. Πολλά βράδια τούς έφερνε ο Λευτέρης στο σπίτι περιοδικά, που τα επέστρεφε στο πρακτορείο το επόμενο πρωί. Η γυναίκα του, η Ζιζέλ, τους διάβαζε και τις γαλλικές εφημερίδες. Ο ξένος Τύπος μιλούσε για ερωμένες και σκλάβες, όργια και αίμα πολύ, τον αποκαλούσε «Ο κόκκινος σουλτάνος». Απ' το μαχαίρι του είχαν περάσει χιλιάδες, έτσι έγραφαν, και χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Στους εχθρούς του δεν έκανε διακρίσεις, ήταν σ' αυτό δημοκρατικός κι ανεξίθρησκος, γιατί τους έσκαβε τον λάκκο με τον ίδιο τρόπο. Αυτή ήταν χειροπιαστή ισότητα κι αδελφοσύνη. 

Γιατί άραγε οι επαναστάτες του κομιτάτου τον εχθρεύονταν;Κούνησε το κεφάλι αριστερά δεξιά, για να διώξει τις άχρηστες σκέψεις με τον ίδιο τρόπο που κοσκίνιζε το καστανόχωμα στο ζεμπίλι, για να φύγουν όλα τα χαλίκια, ακόμη και τα πιο μικρά που ήταν σαν φακόσπυρα. Τον περίμενε πολλή δουλειά, καθώς ήταν η εποχή που οι κήποι έπρεπε να σκαφτούν και να φυτευτούν, όμως μ' όλ' αυτά τα χαρτιά και τις βούλες είχε καθυστερήσει. Αφού έχωσε το χαρτί με τις υπογραφές στον κόρφο του, κίνησε για την αποθήκη να πάρει σκαπτικά, λιπάσματα και ποταμίσια άμμο. Εκείνη την ώρα ξεφόρτωναν μπροστά στην είσοδο της βίλας, στα μαρμάρινα σκαλιά, μπαούλα και κασέλες.}Κάθε μέρα, τουλάχιστον δύο φορές διέσχιζε τη μεγάλη λεωφόρο με τα πόδια· απ' το καφενείο του Μοδιάνο, που ήταν πέρα κι απ' τη βίλα του Αλλατίνι, ως το σιντριβάνι της Χαμιδιέ κι από κει στον λαβύρινθο της παλιάς πόλης και πάλι πίσω, για να προλάβει να δώσει ένα χέρι στον πατέρα του που έσκυβε απ' τα χαράματα πάνω απ' τα χώματα.Ξεκινούσε απ' το πρακτορείο δίπλα στην Οθωμανική Τράπεζα μ' ένα ξέχειλο καρότσι εφημερίδες και μοίραζε πρώτα τις συνδρομές: Φάρος της Θεσσαλονίκης, Αλήθεια, Γενί Γαζέτα, El Avenir, Asir, Journal de Salonique κ.ά. Ανέβαινε σκάλες, χωνόταν σε γραφεία, σε καφενεία, σε μεγάλα εμπορικά στο Λιμάνι. Όταν τέλειωναν οι συνδρομές, έπαιρνε καμιά πενηνταριά φύλλα και τα έβαζε στο τσουβάλι του, που το είχε μετατρέψει σε σακίδιο για την πλάτη κρεμώντας το απ' τους ώμους με σχοινιά. Κρατούσε ένα δυο φύλλα στο χέρι, αυτά κυρίως που είχαν τους πιο εμπρηστικούς τίτλους, κι έπαιρνε πάλι τον μεγάλο δρόμο για τις Εξοχές, που ξεκινούσε απ' το καφενείο του Λευκού Πύργου.Κάθε τόσο ξεφώνιζε σε τέσσερις πέντε γλώσσες τις εφημερίδες και με τον καιρό είχε μάθει ποιος κατοικούσε πού. Στεκόταν έξω απ' τα αρχοντόσπιτα και φώναζε με το κεφάλι χωμένο στα κάγκελα τη γλώσσα των ενοίκων: τούρκικα, ελληνικά, λαντίνο, αρμένικα, γαλλικά, βουλγάρικα...Τις πιο πολλές φορές, αφού ξελάφρωνε κάπως απ' το βάρος, έστριβε για το Γενί Τζαμί κι έκανε μια στάση στο σπίτι τους, να δει μήπως τον χρειαζόταν η μάνα. Το σπίτι τους ήταν μια παλιά αποθήκη δίπλα στη θάλασσα, που την είχε παραχωρήσει με συμβολικό νοίκι εκείνος ο ευεργέτης του πατέρα του, ο πρώτος και μοναδικός του καπετάνιος.Πάνε χρόνια που ο Γιάννης ο Ζεύγος είχε μπαρκάρει ναύτης. Με δοκιμή, του είπανε, για λίγους μήνες. Έμεινε τόσο όσο να περιμένει μήπως τα μέσα του τελικά την αντέξουν τη θάλασσα. Απ' τη Σαλονίκη ως τη Μασσαλία ανέβασε κάμποσο τη στάθμη των κυμάτων ξερνοβολώντας κάθε τόσο με το κεφάλι έξω απ' την κουπαστή. Βοήθησε ο Θεός κι έπρεπε να σταθμεύσουν στη Μασσαλία λίγες βδομάδες. Εκεί έδωσε όλο του τον εαυτό στη δουλειά, έγινε σκέτος χαμάλης, δούλος σωστός, γιατί τον καπετάνιο τον ντρεπόταν και το φιλότιμο τον έκανε ν' ανεβοκατεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά και τα φουγάρα.Στη Μασσαλία γνώρισε τη Ζιζέλ. Δούλευε στο καπνοπωλείο του πατέρα της, ένα απ' τα πρώτα καθώς έβγαινες απ' το λιμάνι στην πόλη. Ο Γιάννης, μόλις είδε τα μελιά της μάτια, άρχισε να καπνίζει και στον ύπνο του. Πριν βγει εκείνος ο μήνας παντρεύτηκαν. Η μεταστροφή του στη δική της Εκκλησία, την καθολική, έγινε τόσο γρήγορα, που ούτε το κατάλαβε. Έμοιαζε με τσίμπημα κουνουπιού στη διάρκεια ενός μεγάλου ύπνου. Κοιτούσε τη Ζιζέλ υπνωτισμένος από έρωτα, γι' αυτό τής χάρισε τη θρησκεία των πατέρων του, κράτησε όμως την πόλη του. Φύγανε με το τρένο για τη Σαλονίκη. Αυτή ήταν η προίκα της Ζιζέλ - δυο εισιτήρια για την επικράτεια του σουλτάνου.

Πήραν την παλιά αποθήκη του καπετάνιου και την ασβέστωσαν. Έκαναν πάγκο κουζίνας κι απόπατο. Τράβηξαν λούκι απ' τη στέγη για να διώχνει τα βρόχινα νερά και κρέμασαν χοντροϋφασμένες κουρτίνες στα παράθυρα, γιατί δεν είχαν παντζούρια κι ούτε ήθελαν τα φιλιά τους να τα βλέπει η θάλασσα.Ο Γιάννης άφησε τα καράβια της αναγούλας κι άρχισε να σκαλίζει τα χώματα, να φυτεύει, να κλαδεύει, να ξεβοτανίζει. Τον μάγευε αυτός ο άλλος μπάτης, αυτός του χώματος, που μύριζε τη σβουνιά που έριχνε για λίπασμα και το ηλιοψημένο χόρτο. Αγάπησε τη Ζιζέλ και το χώμα, κι έτσι τα μέσα του ηρέμησαν. Ναυτία τον έπιανε σπάνια πια - μόνο όταν του 'μπαινε η ιδέα ότι μπορεί κάποτε να χάσει τη Ζιζέλ.Ο Λευτέρης γεννήθηκε στα 1898, όπως έλεγε το χριστιανικό ημερολόγιο, καταχείμωνο. Ήταν η χρονιά που ο Ποζέλλι[3] είχε ολοκληρώσει την Καθολική Εκκλησία, όμως τότε ήταν που κάηκαν η Συναγωγή Ταλμούδ Τορρά και ο παλιός μύλος του Αλλατίνι. Η Ζιζέλ, μετά τη γέννα, σταμάτησε τα μεροκάματα στα καπνομάγαζα κι έμεινε στο σπίτι για να τον αναστήσει με τα στήθια της και με παραμύθια. Λίγα χρόνια αργότερα έπιασε πάλι δουλειά, αυτήν τη φορά σ' ένα νηματουργείο στα Καραγάτσια, όχι μακριά απ' την εκκλησία της Ανάληψης. Όταν ο βήχας της άρχισε ν' ακούγεται παράξενος, την έδιωξαν κακήν κακώς. Λίγες μέρες αργότερα ο Λευτέρης το 'σκασε απ' το σχολείο. Ύστερα από κάποιους μήνες ο πατέρας του θα τον ξανάστελνε με το ζόρι. Είχε γρήγορα μάθει να διαβάζει και να γράφει. Τα γαλλικά στο μεταξύ τα 'μαθε απ' τη μάνα του, τα ρούφηξε αβίαστα όπως το γάλα της. Σχολείο του έγιναν πιο πολύ οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Είχε μάθει να διαβάζει τις γαζέτες στα κλεφτά ακουμπώντας τες με τα δάχτυλα τόσο απαλά, σαν να ήταν τα χέρια του πόδια της αράχνης· ύστερα έπαιρνες όρκο πως τα φύλλα ήταν ανέγγιχτα.Εκείνη την πρώτη μέρα του σουλτάνου στην πόλη έστριψε κατά το συνήθιό του απ' τη λεωφόρο για το σπίτι τους. Από το πρωί η πλάτη του σαν να πονούσε, θαρρείς και το βάρος της πρώτης είδησης ήταν ασήκωτα τούβλα και κεραμίδια όπως αυτά που έβγαζε το εργοστάσιο του Αλλατίνι. Καθώς όμως όλα τα νέα τις τελευταίες μέρες ήταν συνταρακτικά, στο μισό της διαδρομής είχε σχεδόν ξεπουλήσει. Ήταν το καινούριο κίνημα του κομιτάτου στην πρωτεύουσα που εξουδετέρωσε την αντεπανάσταση και εκθρόνισε τον σουλτάνο, ήταν η νέα σφαγή των Αρμενίων στα Άδανα, αλλά πιο πολύ οι φήμες για τον αιχμάλωτο πια Αβδούλ Χαμίτ που τον έφερναν στη Σαλονίκη. Του έμειναν τέσσερις γαζέτες στο χέρι, δυο ελληνικές, μια εβραίικη και μια βουλγάρικη - γι' αυτήν την τελευταία, όσο και να ξελαρυγγίστηκε έξω απ' το αρχοντικό του Χατζημήσεφ, δεν του είχε ανοίξει κανείς.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε