Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο... 06/02/2018

2018-02-06

«ΟΚΤΩΒΡΗΣ Η Ιστορία Της Ρωσικής Επανάστασης», του China Miéville 

Δημοσίευση απο το βιβλιο ''Οκτώβρης'' του Miéville που κυκλοφορεί απο τον Οκτώβριο του 2017 απο τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η προϊστορία του 1917

Ένας άντρας στέκεται στο ανεμοδαρμένο νησί, ατενίζει τον ουρανό. Είναι γεροδεμένος και τρομερά ψηλός, και τα λεπτά του ρούχα τα χτυπάνε αλύπητα τα μπουρίνια του Μάη. Διόλου δεν δίνει σημασία στο μάνιασμα του ποταμού, του Νέβα, ολόγυρά του, στους θάμνους και στα χόρτα του εκτενούς παρόχθιου βαλτότοπου. Κρέμεται το όπλο στο χέρι του, ο ίδιος με δέος σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό. Πάνωθέ του πετάει ένας μεγάλος επιβλητικός αετός.Εκστασιασμένος, ο Μεγάλος Πέτρος, πανίσχυρος ηγεμόνας της Ρωσίας, κοιτάζει το πτηνό για πολλή ώρα. Κι εκείνο κοιτάζει αυτόν.Στο τέλος, ο άντρας στρέφεται απότομα και μπήγει την ξιφολόγχη του στην υγρή γη. Χώνει τη λεπίδα στο χώμα και στις ρίζες, πελεκάει και βγάζει αποκεί μία, και μετά δύο, μακριές λωρίδες γης και χόρτου. Τις σέρνει, και βρομίζεται από δαύτες, ακριβώς κάτω αποκεί που γυροφέρνει ο αετός. Εκεί απιθώνει σταυρωτά τις λωρίδες. «Εδώ ας ιδρυθεί μια πόλη!» λέει με φωνή βροντώδη. Κι έτσι, στα 1703, στο νησί Ζαγιάτσι στον Φινλανδικό Κόλπο, στη γη που απέσπασαν οι Ρώσοι από τη Σουηδική Αυτοκρατορία στη διάρκεια του Μεγάλου Βορείου Πολέμου, ο τσάρος διατάσσει τη δημιουργία μιας μεγάλης πόλης που θα φέρει το όνομα του προστάτη αγίου της - Αγία Πετρούπολη.Αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ. Ο Πέτρος δεν ήταν εκεί.Η ιστορία είναι ένας ανθεκτικός στον χρόνο μύθος για την «πιο αφηρημένη και προμελετημένη πόλη σε ολόκληρο τον κόσμο» όπως τη χαρακτήρισε ο Ντοστογιέφσκι. Μολονότι όμως ο Πέτρος δεν ήταν παρών την ημέρα της ίδρυσής της, η Αγία Πετρούπολη έμελλε να χτιστεί σύμφωνα με το όραμά του, ενάντια στις συνθήκες και τη λογική, σε μια πεδιάδα όλο πλημμύρες και κουνούπια, που τη μάστιζαν σφοδροί άνεμοι και οδυνηροί χειμώνες.Αρχικά, ο τσάρος επιβλέπει την οικοδόμηση του φρουρίου των Αγίων Πέτρου και Παύλου, του διαβόητου πλέον Πετροπαβλόφσκ, ενός εκτεταμένου συμπλέγματος σε σχήμα αστεριού που κάλυπτε το μικρό νησί και προοριζόταν να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη αντεπίθεση των Σουηδών, που δεν έγινε ποτέ. Και μετά, γύρω από τους τοίχους του οχυρού, διατάζει να χτιστεί ένα μεγάλο λιμάνι, σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές. Θα είναι το «παράθυρό του στην Ευρώπη».Είναι οραματιστής, ενός βάναυσου όμως είδους. Είναι εκσυγχρονιστής, περιφρονεί τη θρησκόληπτη «σλαβική οπισθοδρομικότητα» της Ρωσίας. Η παλαιά πόλη της Μόσχας είναι γραφική, ασχεδίαστη, ένα πλέγμα από βυζαντινά σχεδόν δρομάκια: ο Πέτρος διατάζει να υφανθεί βάσει ορθολογικού σχεδιασμού η νέα πόλη του, με ευθείες γραμμές και κομψές στροφές επικής κλίμακας, με μεγάλες ανοιχτωσιές, με κανάλια που θα διασταυρώνονται με τις λεωφόρους της, με πολλά μέλαθρα, επιβλητικά και χτισμένα σύμφωνα με την παλλαδιανή αρχιτεκτονική, με το συγκρατημένο της μπαρόκ να αποτελεί αποφασιστική ρήξη με τις παραδόσεις και τους βολβοειδείς τρούλους. Σε τούτο το νέο έδαφος, ο Πέτρος σκοπεύει να συγκροτήσει μια νέα Ρωσία. Προσλαμβάνει αρχιτέκτονες της αλλοδαπής, επιβάλλει να ακολουθηθούν οι δυτικοί τρόποι, επιμένει να χτίσουν με πέτρα. Εκδίδει διάταγμα να κατοικηθεί η πόλη, διατάζει εμπόρους και ευγενείς να μετοικήσουν στην εκκολαπτόμενη μητρόπολη. Στα πρώτα χρόνια, λύκοι τριγυρίζουν τις νύχτες στους μισοτελειωμένους δρόμους.Με καταναγκαστική εργασία στρώθηκαν αυτοί οι δρόμοι, αποξηράνθηκαν τα έλη, εγέρθηκαν υποστυλώματα στον βαλτότοπο. Δεκάδες χιλιάδες επιστρατευμένοι δουλοπάροικοι και κατάδικοι αναγκάστηκαν, φρουρούμενοι, να μοχθήσουν σκληρά στις αχανείς εκτάσεις του Πέτρου. Έσκαβαν για να μπουν θεμέλια μες στη λάσπη, και πέθαιναν σαν τις μύγες. Εκατό χιλιάδες πτώματα κείνται κάτω από την πόλη. Η Αγία Πετρούπολη θα γίνει γνωστή ως «πόλη χτισμένη πάνω σε κόκαλα».Το 1712, με μια χειρονομία ενάντια στο μοσχοβίτικο παρελθόν, ο τσάρος Πέτρος κάνει την Αγία Πετρούπολη πρωτεύου­σα της Ρωσίας. Τους επόμενους δύο αιώνες και βάλε, εδώ θα κοχλάζει το καζάνι των πολιτικών εξελίξεων. Η Μόσχα και η Ρίγα και το Αικατερίνμπουργκ και όλες οι άλλες αναρίθμητες πόλεις και κωμοπόλεις και πολίχνες και οι εκτενέστατες περιφέρειες της αυτοκρατορίας έχουν ζωτική σημασία, δεν μπορείς να παραβλέψεις την ιστορία τους, αλλά η Αγία Πετρούπολη θα είναι το χωνευτήρι των επαναστάσεων. Η ιστορία του 1917 -γεννημένη από μακρά προϊστορία- είναι πάνω απ' όλα η ιστορία των δρόμων της Πετρούπολης.Η Ρωσία, ένας συγκερασμός ευρωπαϊκών και ανατολικών σλαβικών παραδόσεων κυοφορείται επί μακρόν ανάμεσα σε χαλάσματα. Σύμφωνα με έναν κεντρικό πρωταγωνιστή του 1917, τον Λέοντα Τρότσκι, τη Ρωσία την εμέσσουν «οι δυτικοί βάρβαροι που είναι εγκατεστημένοι στα ερείπια του ρωμαϊκού πολιτισμού». Επί αιώνες, μια διαδοχή βασιλέων -τσάρων- συναλλάσσονται και πολεμάνε με νομάδες στις ανατολικές στέπες, με τους Τατάρους, με το Βυζάντιο. Τον δέκατο έκτο αιώνα, ο τσάρος Ιβάν Δ', που η Ιστορία τον αποκαλεί Ιβάν ο Τρομερός, μακελεύει και κατακτά περιοχές στα ανατολικά και στα βόρεια ώσπου γίνεται «Τσάρος Πασών των Ρωσιών», κεφαλή μιας κολοσσιαίας και πολυποίκιλης αυτοκρατορίας. Εδραιώνει το μοσχοβίτικο κράτος υπό την αδυσώπητη απολυταρχικότητα και αγριότητά του. Σε πείσμα της αγριότητάς του, ξεσπάνε εξεγέρσεις, όπως πάντα. Ορισμένες, όπως ο ξεσηκωμός των κοζάκων αγροτών με ηγέτη τον Εμελιάν Πουγκατσιόφ τον δέκατο όγδοο αιώνα, είναι προκλήσεις από τα κάτω, αιματηρές εξεγέρσεις που καταστέλλονται αιματηρά.Μετά τον Ιβάν ήρθαν πολλοί και διάφοροι, μια δυναστεία διαγκωνιζόμενων, ώσπου οι ευγενείς και ο κλήρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκλέγουν τσάρο τον Μιχαήλ Α', το 1613, ιδρύοντας τη δυναστεία των Ρομανόφ, που θα βασιλεύσει έως το 1917. Εκείνο τον αιώνα, η κοινωνική κατάσταση του μουζίκου, του ρώσου χωρικού, παγιώνεται σε ένα άκαμπτο σύστημα φεουδαρχικής δουλοπαροικίας. Οι δουλοπάροικοι είναι δεμένοι με συγκεκριμένες γαίες, οι ιδιοκτήτες των οποίων ασκούν εκτεταμένη εξουσία στους χωρικούς «τους». Οι ιδιοκτήτες μπορούν κατά βούληση να μεταφέρουν τους δουλοπάροικους σε άλλα κτήματα, ενώ τα προσωπικά υπάρχοντά τους -και την οικογένειά τους- τη δημεύει ο αρχικός γαιοκτήμονας.Ο θεσμός είναι ζοφερός και ανθεκτικός στον χρόνο. Η δουλοπαροικία καλά κρατεί και στον δέκατο ένατο αιώνα, γενεές ολόκληρες αφότου καταργήθηκε στην Ευρώπη. Αφθονούν οι ιστορήσεις τρομερής κακομεταχείρισης χωρικών από γαιοκτήμονες. Οι «εκσυγχρονιστές» βλέπουν τη δουλοπαροικία ως σκανδαλώδη τροχοπέδη στην πρόοδο: οι «σλαβόφιλοι» αντίπαλοί τους τη στηλιτεύουν ως δυτική επινόηση. Αμφότερα τα στρατόπεδα συμφωνούν στο γεγονός ότι πρέπει να καταργηθεί.Επιτέλους, το 1861, ο Αλέξανδρος Β', ο «Ελευθερωτής Τσάρος» χειραφετεί τους δουλοπάροικους από τα δεσμά τους και τις υποχρεώσεις τους στους γαιοκτήμονες, από την κοινωνική τους θέση ως ιδιοκτησίας. Δεν αγωνιούσαν οι μεταρρυθμιστές για την αποτρόπαιη μοίρα των δουλοπάροικων επειδή μαλάκωσε η καρδιά τους. Αγωνιούσαν για τα κύματα των ξεσηκωμών και των εξεγέρσεων των χωρικών. Αυτό ήταν το κίνητρό τους, καθώς και οι απαιτήσεις της ανάπτυξης.Η γεωργία και η βιομηχανία της χώρας είναι στάσιμες, δέσμιες. Ο Πόλεμος της Κριμαίας στα 1853-55 κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας έχει αφήσει εκτεθειμένη την παλαιά τάξη πραγμάτων: η Ρωσία είναι εξευτελισμένη. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο εκσυγχρονισμός -η φιλελευθεροποίηση- αποτελεί αναγκαιότητα. Κι έτσι γεννήθηκαν οι «Μεγάλες Μεταρρυθμίσεις» του Αλέξανδρου, μια αναδιαμόρφωση του στρατού, των σχολείων και του νομικού συστήματος, η χαλάρωση της λογοκρισίας, η εγγύηση εξουσιών στις τοπικές συνελεύσεις. Και, πάνω απ' όλα, η κατάργηση της δουλοπαροικίας.Η χειραφέτηση είναι προσεκτικά περιορισμένη. Οι δουλοπάροικοι που αναβαθμίστηκαν σε χωρικούς δεν παίρνουν όλη τη γη που δούλεψαν προηγουμένως, και αυτή που παίρνουν είναι φορτωμένη με τερατώδη «χρέη» ανάκτησης. Το μέσο αγροτεμάχιο είναι υπερβολικά μικρό για να τους παράσχει τα απαραίτητα για την επιβίωση -επέρχονται λιμοί- και συρρικνώνεται όσο μεγαλώνει ο πληθυσμός. Οι χωρικοί παραμένουν νομικά περιορισμένοι, δεμένοι τώρα με την κοινότητα του χωριού -τη μιρ- αλλά η ένδεια τους οδηγεί σε συμπληρωματική εποχική εργασία στις οικοδομές, τα ορυχεία, τη βιομηχανία και το εμπόριο, νόμιμο ή παράνομο. Έτσι, αλληλεπικαλύπτονται με τη μικρή αλλά αυξανόμενη εργατική τάξη της χώρας.Δεν ονειρεύονται μονάχα οι τσάροι βασίλεια. Όπως όλοι οι εξουθενωμένοι λαοί, έτσι και οι ρώσοι χωρικοί φαντάζονται ουτοπίες ανάπαυλας. Η Μπελοβόντια των Λευκών Υδάτων· η Οπονία στα πέρατα της οικουμένης· τα Χρυσά Νησιά· η Δαρεία· η Ιγνατία· η Νουτλάνδη· η βυθισμένη πόλη Κίτεζ, αθάνατη κάτω από τα νερά της λίμνης Σβετλογιάρ. Μερικές φορές, παραπλανημένοι εξερευνητές εξορμούν για να ανακαλύψουν τη μία ή την άλλη από αυτές τις μαγικές επικράτειες, αλλά οι χωρικοί προσπαθούν, ως επί το πλείστον, να φτάσουν εκεί με άλλους τρόπους: στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ξεσπάει στην ύπαιθρο ένα κύμα εξεγέρσεων.Σχηματίζεται η κοινωνική βάση των ναρόντνικων, διανοού­μενων αγωνιστών υπέρ του ναρόντ, του λαού, επηρεασμένων από το έργο διαφωνούντων συγγραφέων όπως ο Αλεξάντρ Χέρτσεν, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ο δηκτικός Νικολάι Τσερνισέφσκι. Οι ναρόντνικοι, με ομάδες όπως η Ζέμλια ι Βόλια, Γη και Ελευθερία, είναι κυρίως μέλη ενός νέου κοινωνικού στρώματος αυτόκλητων, σχεδόν μεσσιανικών προπαγανδιστών υπέρ του πολιτισμού, του Διαφωτισμού - μια ιντελιγκέντσια που περιλαμβάνει ολοένα και περισσότερους απλούς ανθρώπους.«Ο άνθρωπος του μέλλοντος στη Ρωσία» λέει ο Αλεξάντρ Χέρτσεν στις αρχές της δεκαετίας του 1850, «είναι ο χωρικός». Καθώς η ανάπτυξη είναι αργή και δεν υπάρχει ουσιαστικό απελευθερωτικό κίνημα ενόψει, οι ναρόντνικοι κοιτάζουν πέρα από τις πόλεις, στην ύπαιθρο, και προσβλέπουν στην αγροτική επανάσταση. Στη ρωσική κοινότητα των χωρικών, στη μιρ, βλέπουν μια αναλαμπή, τα θεμέλια ενός αγροτικού σοσια­λισμού. Ενώ ονειρεύονται τους δικούς τους καλύτερους τόπους, χιλιάδες νεαροί ριζοσπάστες «πηγαίνουν προς τον λαό» για να μάθουν από τον λαό, να δουλέψουν με τον λαό, να ανυψώσουν τη συνείδηση των καχύποπτων χωρικών.Μια διδακτική και πικρή ειρωνεία της τύχης: συλλαμβάνονται μαζικά, συχνά ύστερα από απαίτηση των ίδιων των χωρικών.Σε ποιο συμπέρασμα καταλήγει ένας τέτοιος αγωνιστής, ο Αντρέι Ζελιάμποφ; «Η Ιστορία είναι πάρα πολύ αργή». Κάποιοι ναρόντνικοι στρέφονται σε πιο βίαιες μεθόδους, για να την επιταχύνουν.Το 1878, η Βέρα Ζασούλιτς, μια ριζοσπάστρια νεαρή φοιτήτρια, από οικογένεια μικροευγενών, τραβάει ένα περίστροφο από την τσέπη της και τραυματίζει σοβαρά τον Φιοντόρ Τρεπόφ, αρχηγό της αστυνομίας της Αγίας Πετρούπολης, έναν άντρα μισητό στους διανοούμενους και τους αγωνιστές, επειδή διέταξε να μαστιγωθεί ένας αγενής πολιτικός κρατούμενος. Απειθώντας και επιπλήττοντας θεαματικά το καθεστώς, οι ένορκοι την απαλλάσσουν. Η Ζασούλιτς καταφεύγει στην Ελβετία.Την επόμενη χρονιά, από τη διάσπαση της Ζέμλια ι Βόλια, γεννιέται μια νέα ομάδα, η Ναρόντναγια Βόλια - η Λαϊκή Θέληση. Είναι πιο μαχητική. Οι πυρήνες της πιστεύουν στην αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας και είναι έτοιμοι να δράσουν, μένοντας πιστοί σ' αυτή τους την πεποίθηση. Το 1881, ύστερα από κάμποσες αποτυχημένες απόπειρες, θα πετύχουν τον στόχο που διακαώς επιθυμούν.Την Κυριακή 1 Μαρτίου, ο τσάρος Αλέξανδρος Β' επισκέπτεται την περίφημη σχολή ιππασίας της Αγίας Πετρούπολης. Μέσα από το πλήθος, ο νεαρός αγωνιστής της Ναρόντναγια Βόλια, ο Νικολάι Ριασόφ, ρίχνει μια βόμβα, τυλιγμένη σε μαντίλι, κάτω από την αλεξίσφαιρη άμαξα του τσάρου. Μια έκρηξη πυρπολεί τον αέρα. Το όχημα σταματάει, ενώ ολόγυρα ακούγονται οι κραυγές των τραυματισμένων θεατών. Ο Αλέξανδρος βγαίνει παραπατώντας μες στο χάος. Καθώς τρικλίζει, τον πλησιάζει ο σύντροφος του Ριασόφ, ο Ιγνάτι Χρινιέφσκι. Ρίχνει μια δεύτερη βόμβα. «Πολύ νωρίς για να λες Δόξα τω Θεώ!» φωνάζει.Κι άλλη μία πανίσχυρη έκρηξη. «Μέσα στο χιόνι, τα χαλάσματα, και το αίμα» θα πει ένας από τους ανθρώπους της ακολουθίας του τσάρου, «έβλεπες κομματιασμένα ρούχα, επωμίδες, σπαθιά και ματωμένες ανθρώπινες σάρκες». Ο «Ελευθερωτής Τσάρος» γίνεται κομμάτια.
Είναι πύρρειος νίκη για τους ριζοσπάστες. Ο νέος τσάρος, ο Αλέξανδρος Γ', πιο συντηρητικός και πιο αυταρχικός από τον πατέρα του, εφαρμόζει σφοδρή καταστολή. Αποδεκατίζει τη Λαϊκή Θέληση με ένα κύμα εκτελέσεων. Αναδιοργανώνει τη μυστική αστυνομία, τη θηριώδη και διαβόητη Οχράνα. Σε αυτό το κλίμα της αντίδρασης προστίθεται και πλήθος βίαιων μαζικών επιθέσεων, που έγιναν γνωστά ως πογκρόμ, κατά των Εβραίων, μιας βάναυσα καταπιεσμένης μειονότητας στη Ρωσία. Οι Εβραίοι αντιμετωπίζουν σκληρούς νομικούς περιορισμούς· επιτρέπεται να κατοικήσουν μόνο σε περιοχές που είναι γνωστές ως Ζώνες Εγκατάστασης, στην Ουκρανία, την Πολωνία, τα δυτικά της Ρωσίας, και αλλού (αν και κάποιες απαλλαγές σήμαιναν ότι υπήρχαν εβραϊκοί πληθυσμοί και πέρα από αυτές τις εκτάσεις)· είναι εδώ και καιρό οι αποδιοπομπαίοι τράγοι σε καιρούς εθνικής κρίσης (αλλά και οποτεδήποτε). Και τώρα, πολλοί από αυτούς που είναι πρόθυμοι να τους κατηγορήσουν για οτιδήποτε, τους κατηγορούν για τον θάνατο του τσάρου.Οι διωκόμενοι ναρόντνικοι σχεδιάζουν κι άλλες επιθέσεις. Τον Μάρτιο του 1887, η αστυνομία της Αγίας Πετρούπολης αποτρέπει μια συνωμοσία κατά της ζωής του νέου τσάρου. Οδηγούνται στην αγχόνη πέντε ηγετικά στελέχη, όλοι νεαροί φοιτητές, ανάμεσά τους και ο γιος ενός επιθεωρητή μέσης εκπαίδευσης στην περιφέρεια του Βόλγα, ένας λαμπρός, στρατευμένος νεαρός ονόματι Αλεξάντρ Ουλιάνοφ.Το 1901, εφτά χρόνια από τότε που ο βάναυσος και εκφοβιστικός Αλέξανδρος Γ' πεθαίνει -από φυσικά αίτια- και ο ευσυνείδητος γιος του, ο Νικόλαος Β', ανεβαίνει στον θρόνο, αρκετές ομάδες ναρόντνικων συνενώνονται υιοθετώντας ένα μη μαρξιστικό αγροτικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα (αν και ορισμένα μέλη τους διατείνονται ότι είναι μαρξιστές) που εστιάζει στις ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης στη Ρωσία και στους χωρικούς. Ονομάζεται Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα, και τα μέλη του γίνονται γνωστά ως σοσιαλεπαναστάτες ή εσέροι (από τα αρχικά του κόμματος). Εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη βίαιη αντίσταση: για ένα διάστημα, μάλιστα, η στρατιωτική πτέρυγα του κόμματος, η Οργάνωση Μάχης, υιοθετεί μια εκστρατεία που οι προπαγανδιστές της την αποκαλούν «τρομοκρατία» και σχεδιάζει τη δολοφονία υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών.Αυτή ήταν η στράτευσή τους, και δεν λείπει και από εδώ η πικρή ειρωνεία της τύχης. Ένας από τους ηγέτες του κόμματος, ο πολύ ιδιαίτερος Έβνο Άζεφ, ηγέτης μάλιστα και της Οργάνωσης Μάχης για μερικά χρόνια, θα αποκαλυφθεί μέσα σε μια δεκαετία πως ήταν πιστός πράκτορας της Οχράνας, μια αποκάλυψη που αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για την οργάνωση. Και ύστερα από μερικά χρόνια, στις κρίσιμες στιγμές του επαναστατικού έτους 1917, άλλα δύο ηγετικά στελέχη, η Κατερίνα Μπρέσκο-Μπρεσκόφσκαγια και ο κύριος θεωρητικός της, ο Βίκτορ Τσέρνοφ, θα είναι μεγαλόσχημοι και αγωνιώδεις υπέρμαχοι της τάξης.
Τα τελευταία χρόνια του δέκατου ένατου αιώνα, το κράτος δια­θέτει πόρους για τις υποδομές και τη βιομηχανία, ανάμεσά τους και σε ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα επέκτασης των σιδηροδρόμων. Πολυάριθμα συνεργεία σέρνουν σιδερένιες ράγες στην ύπαιθρο, τις στερεώνουν με βαριοπούλες και πίρους, συνενώνουν τις εκτάσεις και τα όρια της χώρας. Είναι ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος. «Από το Μεγάλο Σινικό Τείχος ο κόσμος δεν έχει γνωρίσει άλλο ανθρώπινο εγχείρημα τέτοιου μεγέθους» αποφαίνεται ο σερ Χένρι Νόρμαν, ένας βρετανός παρατηρητής. Για τον Νικόλαο, η κατασκευή αυτού του μέσου συγκοινωνίας και μεταφορών ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ανατολική Ασία αποτελεί «ιερό καθήκον».Ο πληθυσμός των πόλεων γιγαντώνεται. Εισρέει ξένο κεφάλαιο. Τεράστιες βιομηχανικές μονάδες εγείρονται γύρω από την Αγία Πετρούπολη, τη Μόσχα, την περιφέρεια Ντονμπάς της Ουκρανίας. Καθώς χιλιάδες εργάτες μοχθούν να βγάλουν το ψωμί τους μέσα σε σπηλαιώδη εργοστάσια κάτω από απελπιστικές συνθήκες, όπου υφίστανται τον περιφρονητικό πατερναλισμό των αφεντικών τους, το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα του ασταθή βήματα. Το 1882, ο νεαρός Γκεόργκι Πλεχάνοφ, που έμελλε να γίνει ο προεξάρχων σοσιαλιστής θεωρητικός της Ρωσίας, συμπράττει με τη θρυλική Βέρα Ζασούλιτς, που είχε προβεί στην αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Τρεπόφ, και ιδρύουν την Οσβομποζντένι Τρούντα, την Απελευθέρωση της Εργασίας - την πρώτη μαρξιστική ομάδα της Ρωσίας.Στη συνέχεια ιδρύονται κι άλλες ομάδες, κύκλοι διανοουμένων, πυρήνες προπαγανδιστών, καθώς και συνάξεις ποικίλων ομοϊδεατών, που φρικιάζουν απέναντι σε έναν κόσμο αδίστακτου, εκμεταλλευτικού κεφαλαίου και καθυπόταξης στην ανάγκη του κέρδους. Το μέλλον που διακαώς επιθυμεί ο μαρξισμός, η έλευση του κομμουνισμού, φαίνεται τόσο παράλογο στους επικριτές τους όσο και η Μπελοβόντια του κάθε χωρικού. Σπανίως αυτό το μέλλον ορίζεται με σαφήνεια, γνωρίζουν όμως πως νεύει πέρα από την ατομική ιδιοκτησία και τη βία της, πέρα από την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση, προς έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μειώνει τον μόχθο, όπου ευδοκιμεί ό,τι καλύτερο υπάρχει στην ανθρωπότητα. «Το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας» σύμφωνα με τον Μαρξ: «Η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου ως αυτοσκοπός». Αυτό θέλουν.Οι μαρξιστές είναι ένα συνονθύλευμα από εμιγκρέδες, παρίες, λόγιους και εργάτες, με στενούς οικογενειακούς, φιλικούς και ιδεολογικούς δεσμούς, που επιδίδονται στην πολιτική δραστηριότητα και στην πολεμική. Εμπλέκονται σε σφοδρές αντιπαραθέσεις. Οι πάντες ξέρουν τους πάντες.Το 1895, συγκροτείται η Ένωση Πάλης για την Απελευθέρωση της Εργατικής Τάξης στη Μόσχα, το Κίεβο, το Αικατερίνοσλαβ, το Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκι και την Αγία Πετρούπολη. Στην πρωτεύουσα, οι ιδρυτές της Ένωσης είναι δύο ένθερμοι νεαροί αγωνιστές: ο Γιούλι Τσέντερμπαουμ και ο φίλος του ο Βλαντιμίρ Ουλιάνοφ, αδελφός του Αλεξάντρ Ουλιάνοφ, του ναρόντνικου φοιτητή που εκτελέστηκε οχτώ χρόνια πριν. Αποτελεί κανόνα η χρήση επαναστατικών ψευδωνύμων: ο Τσέντερμπαουμ, ο νεότερος από τους δύο, οστεώδης, με ματογυάλια χωρίς σκελετό, και λεπτό γενάκι, αποκαλείται Μάρτοφ. Ο Βλαντιμίρ Ουλιάνοφ, ένας εντυπωσιακός άντρας με πρόωρη αρχή φαλάκρας και έντονα μάτια σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, είναι γνωστός ως Λένιν.
Ο Μάρτοφ είναι είκοσι δύο ετών, Ρωσοεβραίος γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τα λόγια ενός αριστεριστή αντιπάλου είναι «ένας μάλλον γοητευτικός μποέμ... Είναι μανιώδης θαμώνας των καφενείων, αδιάφορος για το βόλεμα και τις ανέσεις, φίλερις, και ολίγον τι εκκεντρικός». Λιπόσαρκος και βρογχικός, επιρρεπής, ομιλητικός αλλά άθλιος ρήτορας, κι ακόμα πιο άθλιος οργανωτής, συγκινητικός, εκείνο τον πρώτο καιρό, εμψυχωτής των εργατών, ο Μάρτοφ είναι ο κατεξοχήν αφηρημένος διανοούμενος και είναι γνωστός για το φοβερό μυαλό του. Και ενώ σίγουρα εμπλέκεται και αυτός με φανατισμό στις σεχταριστικές μηχανορραφίες που αποτελούν ίδιον των πολιτικών θερμοκηπίων της εποχής, είναι φημισμένος, ακόμα και στους κόλπους των αντιπάλων του, για την ακεραιότητα και την ειλικρίνειά του. Τον σέβονται όλοι. Ακόμα και τον αγαπούν.Όσο για τον Λένιν, όλοι όσοι τον συναντούν μαγνητίζονται. Πολύ συχνά, ως φαίνεται, κατακλύζονται από την παρόρμηση να γράψουν γι' αυτόν: υπάρχουν βιβλιοθήκες ολόκληρες με έργα γραμμένα για τον Λένιν. Είναι ένας άντρας που εύκολα μυθοποιείται, εξιδανικεύεται, δαιμονοποιείται. Για τους εχθρούς του είναι ένα ψυχρό κάθαρμα, ένας τερατώδης μαζικός δολοφόνος· για τους λάτρεις του είναι μια θεϊκή διάνοια· για τους συντρόφους και τους φίλους του είναι ένας ντροπαλός, γελαστός άνθρωπος, που αγαπάει τις γάτες και τα παιδιά. Ενίο­τε προβαίνει σε ατυχείς λεκτικούς ελιγμούς και άχαρες μεταφορές, και είναι ένας μέτριος μάλλον παρά εντυπωσιακός τεχνίτης του λόγου. Κι ωστόσο πείθει, ακόμα και καθηλώνει, με τα κείμενά του και τον προφορικό του λόγο, χάρη στην ένταση και την εστίασή του. Σε όλη του τη ζωή, αντίπαλοι και φίλοι θα τον επικρίνουν για το πόσο βάναυσος είναι στις επιθέσεις του, πόσο σκληρός και ανελέητος. Άπαντες συμφωνούν ότι η δύναμη της βούλησής του είναι μεγαλειώδης. Σε βαθμό ασυνήθιστο ακόμα και γι' αυτούς τους όμοιούς του, για κείνους δηλαδή που ζουν και πεθαίνουν για την πολιτική, το αίμα και το μεδούλι του Λένιν δεν είναι τίποτε άλλο παρά τούτη η δύναμη της βούλησης.Αυτό που τον ξεχωρίζει είναι η βαθιά κατανόηση της πολιτικής στιγμής, της εκάστοτε ρωγμής και της εκάστοτε έλξης στο πολιτικό πεδίο. Σύμφωνα με τον σύντροφό του, τον Λουνατσάρσκι, ο Λένιν «ανυψώνει τον οπορτουνισμό στο επίπεδο της ιδιοφυΐας, και εννοώ τον οπορτουνισμό εκείνο που μπορεί να συλλάβει ακριβώς τα εκάστοτε δεδομένα, τη στιγμή, και που ξέρει πάντοτε πώς να την εκμεταλλευτεί υπέρ του αταλάντευτου αντικειμενικού σκοπού της επανάστασης».Ναι, και ο Λένιν κάνει λάθη. Αλλά έχει πάντοτε μια οξύτατη αίσθηση για το πότε και πού να πιέσει, πώς να πιέσει, πόσο έντονα να πιέσει.
Το 1898, έναν χρόνο αφότου ο Λένιν εξορίστηκε στη Σιβηρία για τις δραστηριότητές του, οι μαρξιστές οργανώθηκαν στο Ροσίσκαγια Σοτσιάλ-Ντεμοκρατίτσεσκαγια Πάρτιγια, στο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Για κάμποσα χρόνια, παρά τις περιόδους στην εξορία, ο Μάρτοφ και ο Λένιν παραμένουν στενοί συνεργάτες και φίλοι. Καθώς είχαν τόσο διαφορετικό χαρακτήρα, είναι αναπόφευκτες οι εντάσεις και οι διαμάχες μεταξύ τους, μολοντούτο συμπληρώνουν και συμπαθούν ο ένας τον άλλο, αποτελούν ένα μαρξιστικό δίδυμο Wunderkinder, τα Παιδιά Θαύματα.Όποιες κι αν ήταν οι διχογνωμίες τους σε άλλα σημεία, οι στοχαστές του ΣΔΕΚΡ αντλούν από τον Μαρξ το όραμα της ιστορίας ως αναγκαίας προόδου μέσα από ιστορικά στάδια. Κάθε σύλληψη της ιστορίας ως «σειράς σταδίων» μπορεί κάλλιστα να διαφέρει ευρέως από την άλλη ως προς τις λεπτομέρειες, τον βαθμό και την αυστηρότητα - ο ίδιος ο Μαρξ εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στη μετατροπή του «ιστορικού σχεδιαγράμματος» του καπιταλισμού σε θεωρία μιας αναπόδραστης πορείας για όλες τις κοινωνίες, λέγοντας ότι αυτό «με τιμά και με ντροπιάζει ταυτοχρόνως». Παρ' όλα αυτά, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα είναι αδιαμφισβήτητο στους περισσότερους κύκλους των μαρξιστών ότι ο σοσιαλισμός, το αρχικό στάδιο πέρα από τον καπιταλισμό και καθ' οδόν προς τον κομμουνισμό, δεν μπορεί παρά να ανακύψει από τον αστικό καπιταλισμό, με τις ιδιαίτερες πολιτικές του ελευθερίες και με την εργατική τάξη που θα πάρει τα ηνία στα χέρια της. Εξυπακούεται ότι η απολυταρχική Ρωσία, με τις τεράστιες μάζες αγροτών και χωρικών και με την πολύ μικρή εργατική τάξη (που ουσιαστικά απαρτίστηκε εν μέρει από χωρικούς), με τα αχανή ιδιωτικά κτήματα και τον πανίσχυρο τσάρο, δεν είναι ακόμη ώριμη για τον σοσιαλισμό. Όπως το θέτει ο Πλεχάνοφ, δεν υπάρχει αρκετή προλεταριακή μαγιά στην αγροτική ζύμη της Ρωσίας για να φτιάξεις μια σοσιαλιστική πίτα.Η δουλοπαροικία παραμένει μια ζωντανή μνήμη. Και λίγα μίλια έξω από τις πόλεις, οι χωρικοί ζούνε ακόμη στη μεσαιω­νική αθλιότητα. Τον χειμώνα, τα ζώα του αγροκτήματος μπαίνουν στα φτωχικά σπίτια των χωρικών και διεκδικούν μια θέση δίπλα στη θερμάστρα. Μια μπόχα από ιδρώτα, ταμπάκο και καπνό από τις λάμπες γκαζιού απλώνεται παντού. Οι όποιες βελτιώσεις πραγματοποιούνται με απελπιστικά αργά βήματα, πολλοί χωρικοί βαδίζουν ξυπόλυτοι στους λασπωμένους χωματόδρομους, τα αποχωρητήρια είναι απλώς σκαμμένοι λάκκοι. Η λήψη αποφάσεων σχετικά με τη γεωργία και τις καλλιέρ­γειες στις κοινές γαίες γίνεται μέσα από αντιμαχόμενες φωνασκίες στις χαοτικές συνελεύσεις των χωρικών. Οι παραβάτες των πατροπαράδοτων ηθών υποβάλλονται σε αυτό που ονομάζεται «σκληρή μουσική», σε κακόφωνες επιπλήξεις, σε δημόσια διαπόμπευση και, ορισμένες φορές, σε δολοφονική βία.Υπάρχουν όμως και χειρότερα.Σύμφωνα με το εκστατικό ξέσπασμα των Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «Μέσα στην ιστορία, η αστική τάξη διαδραμάτισε έναν εξόχως επαναστατικό ρόλο [...] κατέστρεψε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές, ειδυλλιακές σχέσεις. Έχει τσακίσει αμείλικτα τους ποικίλους φεουδαρχικούς δεσμούς» - και έτσι, μέσα από τη συγκέντρωση της εργατικής τάξης στην αιχμή της παραγωγικής δύναμης, γέννησε τους ίδιους της τους «νεκροθάφτες». Αλλά στη Ρωσία η αστική τάξη δεν είναι ούτε αμείλικτη ούτε επαναστατική. Δεν έχει τσακίσει τίποτα. Όπως το θέτει το μανιφέστο του ΣΔΕΚΡ: «Όσο πιο ανατολικά πηγαίνεις στην Ευρώπη, τόσο πιο ποταπή, αδύναμη και δειλή εμφανίζεται η αστική τάξη, και τόσο πιο γιγαντιαία είναι τα πολιτισμικά και πολιτικά καθήκοντα που φορτώνεται η μοίρα του προλεταριάτου».Ο συγγραφέας των παραπάνω, ο Πιοτρ Στρούβε, δεν θα αργήσει να διολισθήσει προς τα δεξιά. Στη Ρωσία, τέτοιοι αυτοαποκαλούμενοι «λεγκαλιστές» μαρξιστές βρίσκουν συχνά στον μαρξισμό τους έναν έμμεσο τρόπο να είναι φιλελεύθεροι, η εστίασή τους μετατοπίζεται από τα συμφέροντα των εργατών στην αναγκαιότητα του «εκσυγχρονισμού» του καπιταλισμού που δεν μπορεί να επιτελέσει η δειλή αστική τάξη της Ρωσίας. Μια αντίπαλη ή και συμπληρωματική αριστερή αίρεση είναι ο «οικονομισμός», σύμφωνα με τον οποίο οι εργάτες πρέπει να εστιάσουν στη συνδικαλιστική δραστηριότητα και να αφήσουν την πολιτική στα χέρια των μαχόμενων φιλελεύθερων. Παρότι λοιδορούνται από τους ορθόδοξους μαρξιστές με την κατηγορία ότι υποβιβάζουν τον αγώνα για τον σοσιαλισμό, καθώς και για την αναποτελεσματικότητά τους στις μάλλον ήπιες λύσεις που προτείνουν, εντούτοις οι «λεγκαλιστές» και οι «οικονομιστές» αιρετικοί εστιάζουν σε κρίσιμα ζητήματα. Καταπιάνονται με έναν κεντρικό γρίφο της αριστερής κατήχησης: πώς μπορεί ένα κίνημα να είναι σοσιαλιστικό σε μια ανώριμη χώρα με έναν αδύναμο και περιθωριακό καπιταλισμό, με έναν τεράστιο και «οπισθοδρομικό» πληθυσμό χωρικών και αγροτών και με μια μοναρχία που δεν είχε την αξιοπρέπεια να υποστεί την αστική της επανάσταση;
Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ξεσπάει ένα κύμα αυτοκρατορικών μηχανορραφιών, πολιτικής αφοσίωσης και προδοσιών κάτω από μια ασίγαστη δίψα για επέκταση. Στο εσωτερικό, η αποικιοκρατική ορμή σημαίνει στήριξη της γλώσσας και της κουλτούρας των κυρίαρχων ρωσικών ελίτ εις βάρος των μειο­νοτήτων. Οι εθνικιστές και οι αριστεροί στρατολογούν ευρέως οπαδούς από τους υποταγμένους λαούς και τα υποταγμένα έθνη: από τους Λιθουανούς και τους Πολωνούς, τους Φινλανδούς, τους Αρμένιους, τους Εβραίους. Το σοσιαλιστικό κίνημα στη ρωσική αυτοκρατορία είναι πάντοτε πολυεθνικό και συγκροτείται κυρίως από μειονοτικές ομάδες και εθνότητες.Αυτός που ηγεμονεύει στο συνονθύλευμα από το 1894 και μετά είναι ο Νικόλαος Ρομανόφ. Όταν ήταν νεαρός, ο Νικόλαος Β' υφίστατο στωικά τον εκφοβισμό του πατέρα του. Ως τσάρος διακρίνεται για την αβρότητά του και την αφοσίωσή του στο καθήκον και όχι και για πολλά περισσότερα. «Το πρόσωπό του» αναφέρει διστακτικά ένας αξιωματούχος, «είναι ανέκφραστο». Τον ορίζει η απουσία: απουσία έκφρασης, απουσία φαντασίας, απουσία ευφυΐας, ενόρασης, δυναμισμού, αποφασιστικότητας, ζωτικής ορμής. Ο ένας μετά τον άλλο, οι χαρακτηρισμοί για τον Νικόλαο Β' μιλούν για έναν άνθρωπο «αλλόκοσμο», έρμαιο της Ιστορίας. Είναι ένας καλλιεργημένος αλλά κούφιος άντρας, παραγεμισμένος με τις προκαταλήψεις του περιβάλλοντός του - ανάμεσα στις οποίες ο φανατικός βίαιος αντισημιτισμός, που στοχεύει κυρίως στους επαναστάτες Εβραίους, τους zhidy 'yids'. Αντιτίθεται σε οιουδήποτε είδους αλλαγή, είναι ολωσδιόλου απολυταρχικός. Όταν εκφέρει τη λέξη «ιντελιγκέντσια», στο πρόσωπό του σχηματίζεται η ίδια γκριμάτσα αηδίας όπως και με τη λέξη «σύφιλη».Η σύζυγός του, η Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα, δισέγγονη της βασίλισσας Βικτωρίας, δεν είναι καθόλου δημοφιλής. Εν μέρει λόγω του υπερεθνικισμού της εποχής -είναι Γερμανίδα άλλωστε σε μια εποχή έντασης των εθνικισμών- αλλά και εν μέρει λόγω των έξαλλων μηχανορραφιών της και της κατάφωρης περιφρόνησής της για τις μάζες. Ο γάλλος πρέσβης Maurice Paléologue τη σκιαγραφεί ως εξής: «Τη χαρακτηρίζει μόνιμη ηθική αναταραχή, διαρκής στενοχώρια, απροσδιόριστη λαχτάρα, εναλλαγή ανάμεσα στην έξαψη και την εξάντληση, επίμονη προσήλωση στο αόρατο και το υπερφυσικό, ενώ είναι μονίμως εύπιστη και γεμάτη προκαταλήψεις».Οι Ρομανόφ έχουν τέσσερις κόρες και έναν γιο, τον Αλεξέι, ο οποίος έπασχε από αιμοφιλία. Είναι μια στενά δεμένη οικογένεια, στοργική, και, με δεδομένη την ανυποχώρητη μυωπία του τσάρου και της τσαρίνας, είναι όλοι τους εντελώς καταδικασμένοι.

«Η λιτανεία» του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη Η λιτανεία, που κυκλοφορεί απο τις 12 Δεκεμβρίου 2016 από τις εκδόσεις Στοχαστής. 

Κεφάλαιο πρώτο

Ο δυνατός αέρας και ο θόρυβος στο μπαλκόνι τον έβγαλαν από τον βαθύ λήθαργο. Έτριψε τα μάτια να συνέλθει και ρίχνοντας κάτι πάνω του κατευθύνθηκε στο σαλόνι και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Μπροστά του χαλασμός - οι γλάστρες είχαν αναποδογυρίσει και λουλούδια και χώμα είχαν γίνει ένα, λες και κάποιος είχε εισβάλει με φούρια στο χώρο και τις είχε παρασύρει. Κοίταξε στο βάθος τον ουρανό που μαύριζε και μάζεψε όπως όπως ό,τι πρόλαβε, γιατί οι πρώτες στάλες της βροχής είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν και το κρύο τον έσπρωχνε μέσα. Στάθηκε και παρακολουθούσε τη δυνατή βροχή που μαστίγωνε τις σκοτεινές, σιωπηλές πολυκατοικίες. Όλοι φαίνονταν να κοιμούνται, κανένα φως πουθενά. Χάζεψε για λίγα λεπτά ακόμη και έπειτα τράβηξε την κουρτίνα και άνοιξε την τηλεόραση. Οι ειδήσεις δεν ήταν καλές. Βροχές σε όλη τη χώρα, Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρο, καταστροφές και πλημμύρες. Τόνοι τα νερά μέσα στα σπίτια και τα χωράφια να κολυμπούν στα λασπόνερα. Βλέμματα τρομαγμένα, φωνές απελπισίας, άνθρωποι σε απόγνωση. «Αν συνεχιστεί για λίγο ακόμη η βροχή», έλεγε ο δημοσιογράφος, «η κατάσταση θα είναι πια εκτός ελέγχου». Ο Δημήτρης δεν άντεχε όλη αυτή τη δυστυχία, πάτησε το τηλεκοντρόλ και πήγε στο κρεβάτι του. Δεν χρειάστηκε να ζοριστεί ιδιαίτερα, με το που έκλεισε τα μάτια ο Μορφέας τον τύλιξε βυθίζοντάς τον σε έναν μακάριο ύπνο. Για πολλές ώρες μέσα στο δωμάτιο το μόνο που ακουγόταν ήταν η βαριά ανάσα του, μέχρι που το ξυπνητήρι διατάραξε τη μονότονη σιωπή ειδοποιώντας τον ότι έπρεπε να σηκωθεί για τη δουλειά.
Στο γραφείο χρειάστηκε έναν διπλό καφέ για να συνέλθει. Με το φλιτζάνι στο χέρι το μυαλό του έτρεχε σε χίλια δυο πράγματα, ξαφνικά το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Είδε στην οθόνη το νούμερο και με σοβαρό ύφος έσπευσε να απαντήσει «αμέσως». Για πότε έκλεισε την πόρτα πίσω του και βρέθηκε στον όροφο με τα γραφεία σύνταξης ούτε που κατάλαβε. Στην είσοδο του γραφείου του αρχισυντάκτη στάθηκε για λίγο, πήρε βαθιά ανάσα, συγκεντρώθηκε στον εαυτό του και χτύπησε ευγενικά την πόρτα. Πέρασε μέσα και περίμενε να δει τι τον θέλουν.
Καλημέρα, Δημήτρη, τον υποδέχτηκε ο αρχισυντάκτης.
Ο αρχισυντάκτης, ο Βασίλειος Μπίρμπας , είναι ένας καλοστεκούμενος άντρας γύρω στα εξήντα. Φορά γυαλιά και έχει ένα διεισδυτικό βλέμμα που σε γοητεύει από την πρώτη στιγμή. Γύρισε προς τον Δημήτρη και του είπε:
- Συγγνώμη που σε φώναξα τόσο νωρίς αλλά είναι μεγάλη ανάγκη. Άκουσες φαντάζομαι για τις πλημμύρες και τις καταστροφές που έπληξαν τη χώρα, έγινε μεγάλη ζημιά. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι έπεσε ένα μνημείο, το περίφημο πέτρινο γεφύρι της Πλάκας στην Άρτα. Για εμάς αυτή είναι η σημαντικότερη είδηση και αυτό θα προβάλουμε το επόμενο διάστημα. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με μια επιτόπια έρευνα, ένα δυνατό, αναλυτικό ρεπορτάζ για τις βαθύτερες αιτίες των παθογενειών συνολικά της περιοχής. Σκεφτήκαμε εσένα. Προσωπικά σε γνωρίζω πολλά χρόνια, σε εμπιστεύομαι και εκτιμώ τη δουλειά σου, γι' αυτό και σε πρότεινα ως τον πλέον κατάλληλο γι' αυτή την αποστολή. Όσον αφορά όμως τη συγκεκριμένη περίπτωση θα σε συμβούλευα να προσέξεις τις ισορροπίες. Η Ήπειρος συγκεντρώνει το ενδιαφέρον ορισμένων πολιτικών και πιθανόν κάποιοι να ενοχληθούν από τις κινήσεις σου. Εδώ είναι που εσύ θα δείξεις το ταλέντο και τη διπλωματία σου. Θέλω μια καλή δουλειά αντάξια της φήμης και του κύρους της εφημερίδας μας. Σου υπόσχομαι μάλιστα πως ένα μέρος της θα το παρουσιάσουμε και τηλεοπτικά. Έτσι στο μέλλον μπορεί να έχεις καλύτερη τύχη, να ανέβεις στην κλίμακα του συγκροτήματος. Μην ξεχνάς άλλωστε πως κι εγώ κάπως έτσι ξεκίνησα. Βέβαια, θα χρειαστεί να φύγεις σήμερα, θα έλεγα και τώρα αμέσως αν γίνεται.
Ο αρχισυντάκτης σηκώθηκε από την καρέκλα του, πλησίασε τον Δημήτρη, του έσφιξε το χέρι, ενώ με το άλλο τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, καρφώνοντάς τον ταυτόχρονα στα μάτια. Το μήνυμα ήταν σαφές, μια νέα υπόθεση στην οποία επένδυαν πολλά οι εργοδότες του έπρεπε να διεκπεραιωθεί από τον έμπειρο δημοσιογράφο Δημήτρη Μελά.
Ο Δημήτρης, χωρίς άλλη καθυστέρηση, έφυγε για να ετοιμαστεί. Με το που έφτασε σπίτι του τηλεφώνησε αμέσως στη Χαρά. Την ενημέρωσε ότι θα απουσιάσει λίγες μέρες στην Ήπειρο σε δημοσιογραφική αποστολή και την παρακάλεσε να αποφεύγει να του τηλεφωνεί συχνά, καθώς αυτή τη φορά πρόκειται για πολύ σημαντική υπόθεση που χρειαζόταν όλο το χρόνο και την προσοχή του. Tη διαβεβαίωσε ότι την αγαπά και ότι θα τη σκέφτεται και έκλεισε το τηλέφωνο. Σε ένα σακβουαγιάζ άρχισε να ρίχνει μέσα τα απαραίτητα για το ταξίδι. Δεν του πήρε πολύ χρόνο. Λίγα ρούχα, το χοντρό του πανωφόρι και οπωσδήποτε τα άρβυλα, τη φωτογραφική μηχανή, το παλιό δημοσιογραφικό κασετόφωνο καλού κακού, μήπως και στραβώσει κάτι με την κάμερα, και βέβαια τον φορητό υπολογιστή του. Έριξε μια τελευταία ματιά στο χώρο, κλείδωσε την πόρτα και κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά της πολυκατοικίας.
Με το που βρέθηκε στο δρόμο όπου είχε παρκάρει το αμάξι του ένιωσε πως η αποστολή του είχε ήδη ξεκινήσει. Έλεγξε τη βενζίνη και πάτησε το γκάζι. Το ραδιόφωνο θα του κρατούσε συντροφιά, η μουσική θα τον ηρεμούσε και θα άκουγε κιόλας τις ειδήσεις. Ο Δημήτρης είχε πολλά χρόνια να ταξιδέψει στην Ήπειρο.


«Πώς φιλιούνται οι αχινοί» της Αλεξάνδρας Κ*

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Κ* Πώς φιλιούνται οι αχινοί που κυκλοφορεί  από τις εκδόσεις Πατάκη. 

Κεφάλαιο 1ο

Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ' αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπάλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς. Δεν ξέρεις σε τι χρησιμεύει, ούτε γιατί την πήραν απ' τους γύφτους. Η αδελφή σου μυρίζει ωραία - ναι, και; Προχτές που δάγκωσες την αδελφή σου προκάλεσες μεγάλη αναστάτωση, σε βάλαν τιμωρία. Ο μπαμπάς σου είναι πολύ όμορφος και γίνεται ομορφότερος όταν θυμώνει. Τον αγαπάς περισσότερο απ' τη μαμά σου παρόλο που η μαμά σου σ' αγαπάει περισσότερο απ' αυτόν. Όμως όλοι αυτό τον καιρό αγαπούν περισσότερο την αδελφή σου παρόλο που κανείς τους δεν ξέρει σε τι χρησιμεύει. Όταν τη δώσουν πίσω κι έχεις πάλι μεγάλο δωμάτιο, θα πάρεις ένα ενυδρείο μ' ένα σκυλόψαρο σαν αυτό που ψάρεψε ο μπαμπάς σου πέρυσι και το είχατε κομμάτια κομμάτια στα ράφια του ψυγείου και το λυπόσουν, ήθελες να το συναρμολογήσεις - ένα τέτοιο αλλά ζωντανό. Θα τους φοβίζει όλους και δε θα μπαίνουν στο δωμάτιό σου και θα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Θα μπορείς και να χορεύεις κοριτσίστικα τραγούδια, θα μπορείς και να κλαις όταν χτυπάς.

Με το σκυλόψαρο η ζωή σου θα είναι πολύ πιο εύκολη. Αν του διαβάζεις φωναχτά, το σκυλόψαρο θα μά- θει ελληνικά και σε λίγο καιρό θα έχετε διαβάσει τα ίδια βιβλία και θα έχεις κάποιον να μιλάς και να λέτε μυστικές λέξεις που οι άνθρωποι και τ' άλλα ψάρια δεν καταλαβαίνουν. Θα το μάθεις να στέκεται όρθιο στα δυο πτερύγια της ουράς του και θα εφεύρεις τον υδροα- ναπνευστήρα, που θα είναι ένας αναπνευστήρας κολ- λημένος σ' ένα μπουκαλάκι νερό, κι έτσι θα μπορείς να παίρνεις το σκυλόψαρο παντού μαζί σου κι όλοι θα σας φοβούνται και δε θα σου βάζουν σκουλήκια στα μαλ- λιά. Θα φοβούνται τόσο, που θα σου κουβαλάνε αυτοί την τσάντα σου κι όταν βρίσκουν σπάνιο αυτοκόλλητο θα σου το χαρίζουν πριν το ζητήσεις. Κάποιες μέρες που θα είσαι πολύ κουρασμένος το σκυλόψαρο θα φυ- λάει τη μαμά σου και τον μπαμπά σου για να μη βά- λουν το δάχτυλο στην πρίζα και θα μπορείς να κοιμη- θείς ήσυχος όλο το βράδυ. Για να σου πάρουν σκυλό- ψαρο και να γίνει η ζωή σου πολύ πιο εύκολη, η αδελ- φή σου πρέπει να φύγει.

Η αδελφή σου δε φεύγει κι αντί για σκυλόψαρο σου φέρνουν χελωνάκι. Η μαμά σε ταΐζει το κοκκινιστό και το δεξί της μανίκι κρέμεται αδειανό. Το φαγητό δε σου αρέσει αλλά δε λες κουβέντα, μετράς άλλες πέντε μπουκιές. Την επόμενη Κυριακή η μαμά σου δεν έχει άλλα χέρια και σε ταΐζει με το στόμα. Τη μεθεπόμενη ρίχνεις κρυφά το χελωνάκι στην κατσαρόλα. Το σκυλόψαρο δεν έρχεται κι έτσι δεν μπορείς να του βγάλεις όνομα κι έτσι του δίνεις το δικό σου. Η αδελφή σου δε χωράει στην κατσαρόλα κι έτσι της διαβάζεις φωναχτά τα βιβλία σου για να μάθει ελληνικά. Μαζί σου η ζωή της θα είναι πολύ πιο εύκολη απ' τη δική σου.

Πολλές Κυριακές μετά θα συναντήσεις μιαν Έρση που θα την πεις σκυλόψαρο. Η Έρση θα μασάει σιδερικά και θα τα φυσάει τσιχλόφουσκες. Η Έρση θα τρώει κακούς για πρωινό κι εγωισμούς για βράδυ. Η Έρση σε φιλάει με τα χέρια και κάνεις καινούριο δέρμα. Σε κοι- τάζει με το τεράστιο αδειανό της στόμα και περιμένει αλλά εσύ αργείς. Η Έρση σ' αρπάζει με μπούτια τανάλιες και δυο μήνες αργότερα πηδάει σ' ένα ΚΤΕΛ και πάει στο χωριό της να σκεφτεί, γιατί κουβαλάει το παι- δί σου και σ' αγαπάει αλλά είστε πιτσιρίκια κι άφρα- γκοι κι επιπροσθέτως είσαι αδερφή.

Όσο η Έρση σκέφτεται, θα μπει ο Ιούνιος. Κάποιος σου βρίζει τον πατέρα σου και τη μάνα σου κι εσύ άλλο που δε θέλεις. Ανεβαίνεις στη μηχανή του και σε πάει στη Σέριφο για μπάνια. Η μηχανή είναι ένα χτυπητό ντροπιαστικό πορτοκαλί και δεν ταιριάζει με κανένα κράνος. Αυτός σε ταΐζει τους κεφτέδες κάποιας κυρίας Μαργαρίτας και σου γίνεται το στομάχι σμπαράλια από τη λαδίλα αλλά εσύ μόκο, μιλιά, για να το λέει αυτός θα 'ναι οι καλύτεροι κεφτέδες του γαλαξία, εσύ έχεις το πρόβλημα. Σ' έχει τσιτσίδι όλη μέρα στη Λια να ψήνεσαι το ζωντανό κι άμα βαριέται πετάει ροδάκινα στα βαθιά και σε στέλνει να πας να τα πιάσεις με τα δόντια για να βλέπει στο πήγαινε τον κώλο σου και στο έλα πόσο δικό του σ' έχει. Δεν ξέρεις μπάνιο και καμώνεσαι το δελφίνι και το ρίχνεις στα πατερημά ίσαμε να πιάσεις στεριά - εσύ τα βάζεις με τον θάνατο κι αυτός παίρνει το ροδάκινο και το πετάει πίσω στη σακούλα με ψηλοκρεμαστή, το αρχίδι. Εσύ κοντεύεις να σκιστείς στα δύο από την καύλα κι αυτός διπλώνει μακάρια την πετσέτα του, παίρνει το καπελάκι του και πάλι τον ανήφορο. Μισή ώρα ανήφορος μες στα βάτα - σε κεντάνε τα αγκάθια και σκαρφαλώνεις με ηδυπάθεια βασανισμένου Ιησού το όρος. Κι άντε πάλι μετά μηχανή και σύγκαμα, κι άιντε κι άλλος χωματόδρομος και κατσάβραχα, και να τραντάζεται, γκαπ γκουπ, εσένα η μέση σου - που το 'ξερε, του το 'χεις πει, είναι οικογενειακό το πρόβλημα, τραντάζεστε οικογενειακώς και μετά ξεμένετε ορθή γωνία για μέρες - τίποτα αυτός, βρουμ. Βρουμ, και ζει και ζει, και γκάπα γκούπα, σκίζετε τους αιθέρες και σκέφτεσαι γάμα το τώρα, σκίζουμε τους αιθέρες. Πού ξανάσκισες αιθέρα εσύ, πού ξεσκίστηκες ξανά έτσι; Βουτάτε στα σεντόνια με την αρμύρα. Χύσια-αλάτια ένα. Όσο η Έρση σκέφτεται, θα περνάνε οι μέρες και θα 'ναι οι πρώτες της ζωής σου.

Μέσα Ιουνίου η πορτοκαλί μηχανή θ' ανέβει την Πειραιώς. Αυτός που σου 'βρισε τον πατέρα και τη μάνα θα σε πάρει τσιφ σπίτι του κι εσύ θα πας λες και δεν έχεις δικό σου. Μεσημέρι στο Παγκράτι, έξω θα ιδρώνουν τα σιδερικά και μέσα ο ανεμιστήρας θα φυσάει στον αέρα τα χαρτιά αυτού που σου 'βρισε πατέρα-μάνα και σε πήγε στη Σέριφο και σου 'σκισε τον αιθέρα και δε ρώτησε ποτέ αν θέλεις να περάσεις πρώτα από σπίτι σου και, καθώς πετάνε γύρω τα χαρτιά, πέφτουν απάνω σου λέξεις καινούριες, ωραίες και δύσκολες, λέξεις που πά- ντα έψαχνες μα δεν ήξερες καν πως υπήρχαν. Τις ρουφάς μ' όλο το δέρμα σου, τις φοράς σπονδυλική σου στήλη και ρούχο κυριακάτικο ώσπου γίνεσαι μια όρθια πρόταση ασυνάρτητη που εξηγεί τον κόσμο.

Χύνεις κλαίγοντας κι ύστερα κάνεις πως πας για τσιγάρα. Παίρνεις τσιγάρα αλλά τηλεφωνείς και στην Έρση. Δεν ξέρεις ακριβώς τι θα πεις, τη λυπάσαι, ελπίζεις να καταλάβει πριν μιλήσεις - η φωνή σου έχει αλ- λάξει, το ακούει; Αυτή δεν ακούει, είναι μεθυσμένη, χορεύει βγάζοντας έξαλλους αλαλαγμούς, κι από τ' ακουστικό ξερνιέται έξω μια μουσική άσχημη που σου τρυπάει το κρανίο κι αυτό σε κάνει νευρικό, το παίρνεις για επίθεση - δε θες άλλη ασχήμια. Αυτή χορεύει κι αλαλάζει - δε λέει να κάνει παραπέρα. Η Έρση είναι απέναντι. Η Έρση είναι πια με τους κακούς. Η Έρση είναι η ζωή που σιχαίνεσαι και σε πιάνει ένας τρόμος που σου λύνει τα γόνατα κι αρχίζεις να φωνάζεις. Φωνάζεις στο καλό σου το σκυλόψαρο να πάει να το ρίξει, πως δεν το θες, πως δε θα κάνεις τη ζωή που θέλει αυτή, γαμώτο σου, δε θα την κάνεις, σ' έχει πνίξει. Και το καλό σου το σκυλόψαρο πάει παράμερα κι η φρικωδία χαμηλώνει, κι ακούς τη φωνή σου να της ρίχνει χαστούκια που δεν της χρωστούσε, και τότε η Έρση, αυτό το καλό, το δικό σου σκυλόψαρο, κάνει κάτι απάνθρωπο: καταλαβαίνει. Η Έρση δεν κλαίει και δε φωνάζει, δε σε στέλνει στον διάολο, μόνο λέει καταλαβαίνω και σ' αφήνει να γυρίσεις μισός στο σπίτι εκείνου που περιμένει να γυρίσεις απ' το περίπτερο και να πεις το 'κανα, και να πεις το 'κανα.

Στον ύπνο σου η Έρση κλαίει ανακατεύοντας με το στόμα μια κατσαρόλα· αχνίζουν μέσα της ένα παιδί κι ένα πτερύγιο σκυλόψαρου. Εκείνη στέκεται όρθια στην κουτσουρεμένη της ουρά και δεν έχει κανέναν κακό να φάει. Ξαφνικά ξεχνάει πώς μαγειρεύουν, ξεχνάει και τι είχε να κάνει στον κόσμο μέχρι τότε, κι εσύ εκμεταλλεύεσαι τη σύγχυση· καταβροχθίζεις ό,τι προλαβαίνεις μέσα απ' την κατσαρόλα. Το στομάχι σου τρυπάει, εκείνος που κοιμάται πλάι σου μπαίνει μέσα σου πριν καν ξυπνήσεις και λύνει όλους τους κόμπους. Ύστερα σ' ανεβάζει πάλι στη μηχανή και, καθώς τρέχετε στις εθνικές οδούς και πετάτε πάνω απ' τις λακκούβες, σου έρχεται στη μύτη η αποφορά που έβγαινε από κείνο το δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου, στην πτέρυγα νοσηλείας της μάνας σου - το δωμάτιο με τις μπουκάλες του αιθέρα. Αυτό συνεχίζεται για μέρες, τρεις για την ακρίβεια. Την τέταρτη μέρα επιτέλους τιμωρείσαι, ή σ' αυτό καταλήγεις εν πάση περιπτώσει τρία δευτερόλεπτα πριν διαλυθείς στην άσφαλτο. Τη στιγμή της πρόσκρουσης σκέφτεσαι πως, αν η Έρση δεν είχε κάνει το κόλπο της αγίας, δε θα χρειαζόταν κι εσύ να μαρτυρήσεις.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε