Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο...

2018-02-27

Σταθμός 11 - Emily St. John Mandel - Εκδόσεις Ίκαρος

Είκοσι χρόνια μετά το τέλος των αεροπορικών ταξιδιών, οι άμαξες της Περιπλανώμενης Συμφωνίας κινούνταν αργά κάτω από έναν ουρανό λευκό-καυτό. Ήταν τέλη Ιουλίου, και το εικοσιπενταετίας θερμόμετρο που είχαν κρεμάσει στο πίσω μέρος της πρώτης άμαξας έδειχνε 106 βαθμούς Φαρενάιτ, 41 Κελσίου. Βρίσκονταν κοντά στη Λίμνη Μίσιγκαν αλλά από δω δεν την έβλεπαν. Δέντρα στριμώχνονταν στις παρυφές του δρόμου και ξεπετάγονταν μέσα από τις ρωγμές στην άσφαλτο, δενδρύλλια λύγιζαν κάτω από τις άμαξες και απαλά φύλλα χάιδευαν τα πόδια των αλόγων και των μελών της Συμφωνίας. Ο καύσωνας επέμενε αμείλικτος εδώ και μια βδομάδα.
Οι περισσότεροι πήγαιναν πεζή για να ελαφρύνουν το φορτίο των αλόγων, που έπρεπε να ξεκουράζονται στη σκιά πιο συχνά απ' όσο θα ήθελαν τα μέλη της Συμφωνίας. Δεν ήξεραν καλά αυτή την περιοχή και ήθελαν να φύγουν γρήγορα, αλλά ήταν αδύνατο να κάνουν σβέλτα μ' αυτή τη ζέστη. Περπατούσαν αργά, με όπλα στα χέρια, οι ηθοποιοί προβάροντας τις ατάκες τους, οι μουσικοί προσπαθώντας να αγνοήσουν τους ηθοποιούς, οι ιχνηλάτες έχοντας τον νου τους για ενδεχόμενο κίνδυνο μπροστά και πίσω τους. «Δεν είναι κακό τεστ», είχε πει ο σκηνοθέτης νωρίτερα μες στη μέρα. Ο Γκιλ ήταν εβδομήντα δύο ετών και ταξίδευε τώρα στη δεύτερη άμαξα - τα πόδια του δεν τον κρατούσαν όπως παλιά. «Αν μπορείς να θυμηθείς τις ατάκες σου σε ύποπτη περιοχή, θα τα πας μια χαρά στη σκηνή».
«Μπαίνει ο Ληρ», είπε η Κίρστεν. Είκοσι χρόνια πριν, σε μια ζωή που είχε σχεδόν ξεχάσει, έπαιζε έναν μικρό βουβό ρόλο σε μια παράσταση του Βασιλιά Ληρ στο Τορόντο, η οποία δεν είχε κρατήσει πολύ. Τώρα βάδιζε φορώντας σανδάλια με σόλες που είχε κόψει από ένα λάστιχο αυτοκινήτου, ζωσμένη με τρία μαχαίρια. Κουβαλούσε μια χαρτόδετη έκδοση του έργου, με τις σκηνικές οδηγίες υπογραμμισμένες με κίτρινο. «Τρελός», συνέχισε, «παράξενα ντυμένος και στολισμένος με αγριολούλουδα».
«Μα ποιος είν' αυτός που έρχεται;» είπε ο άντρας που μάθαινε τον ρόλο του Έντγκαρ. Τον έλεγαν Όγκαστ και μόλις πρόσφατα είχε αρχίσει να παίζει. Ήταν το δεύτερο βιολί αλλά και ποιητής, στα κρυφά, που σημαίνει ότι κανείς στη Συμφωνία δεν ήξερε ότι έγραφε ποίηση εκτός από την Κίρστεν και την έβδομη κιθάρα. «Μυαλό φρόνιμο, ποτέ δεν θα στόλιζε... ποτέ δεν θα στόλιζε... ατάκα;»
«Έτσι τον κάτοχό του», είπε η Κίρστεν.
«Να 'σαι καλά. Μυαλό φρόνιμο, ποτέ δεν θα στόλιζε έτσι τον κάτοχό του».
Οι άμαξες ήταν κάποτε φορτηγάκια που τώρα τα έσερναν πάνω σε ατσάλινους και ξύλινους τροχούς, ζεύγη αλόγων. Όλα τα μέρη που αχρηστεύτηκαν όταν σώθηκε η βενζίνη είχαν αφαιρεθεί -η μηχανή, το σύστημα τροφοδοσίας, κι όλα τα εξαρτήματα που κανείς κάτω των είκοσι δεν είχε δει σε λειτουργία- και είχαν τοποθετήσει έναν πάγκο πάνω από κάθε καμπίνα, για τους οδηγούς. Από τις καμπίνες είχε αφαιρεθεί οτιδήποτε πρόσθετε παραπανίσιο βάρος, κατά τα άλλα, τις είχαν αφήσει άθικτες, με πόρτες που έκλειναν και παράθυρα από εκείνο το άθραυστο γυαλί που χρησιμοποιούνταν κάποτε στα αυτοκίνητα, επειδή όταν ταξίδευαν σε επικίνδυνη περιοχή καλό ήταν να έχουν ένα μέρος σχετικά ασφαλές για να βάλουν τα παιδιά. Είχαν εκμεταλλευτεί τις καρότσες για να φτιάξουν τα κύρια μέρη, δένοντας μουσαμάδες στο σασί. Οι μουσαμάδες και στις τρεις άμαξες ήταν βαμμένοι ένα μεταλλικό γκρίζο, και πάνω τους, και στις δυο πλευρές των οχημάτων, αναγραφόταν με άσπρα γράμματα ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ.
«Α, όχι, δεν έχουνε δικαίωμα να με κατηγορήσουν ότι κόβω καινούργιο νόμισμα», είπε ο Ντίτερ, κοιτάζοντας πίσω από τον ώμο του. Μάθαινε το ρόλο του Ληρ, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήταν αρκετά μεγάλος. Ο Ντίτερ βάδιζε λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, μουρμουρίζοντας στο αγαπημένο του άλογο. Το άλογο, ο Μπέρνσταϊν, είχε χάσει τη μισή ουρά του, επειδή το πρώτο τσέλο είχε αλλάξει τρίχες στο δοξάρι του μόλις την προηγούμενη βδομάδα.
«Το θέαμα μου σκίζει την καρδιά», είπε ο Όγκαστ.
«Ξέρεις τι μπορεί να σου σκίσει την καρδιά;» μουρμούρισε η τρίτη τρομπέτα. «Να ακούς τον Βασιλιά Ληρ τρεις φορές απανωτά μες στον καύσωνα».
«Ξέρεις τι μπορεί να σου σκίσει ακόμα περισσότερο την καρδιά;» Η Αλεξάντρα ήταν δεκαπέντε, η πιο νεαρή ηθοποιός της Συμφωνίας. Την είχαν βρει στον δρόμο όταν ήταν μωρό. «Να ταξιδεύεις τέσσερις μέρες μεταξύ πόλεων στα όρια της ζώνης σου».
«Τι πάει να πει σκίζει την καρδιά;» ρώτησε η Ολίβια. Ήταν έξι χρονών, η κόρη της τούμπας και μιας ηθοποιού ονόματι Λιν, και ταξίδευε στη δεύτερη άμαξα μαζί με τον Γκιλ και ένα αρκουδάκι.
«Σε καμιά δυο ώρες φτάνουμε στη Σεντ Ντέμπορα μπάι δε Γουότερ», είπε ο Γκιλ. «Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος ανησυχίας».

Υπήρχε η γρίπη, που έσκασε σαν βόμβα νετρονίου στην επιφάνεια της γης και το σοκ της ακόλουθης κατάρρευσης, τα πρώτα ανομολόγητα χρόνια όταν όλοι ταξίδευαν, προτού συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπήρχε μέρος να πάνε όπου η ζωή να συνεχιζόταν όπως πριν και βολεύτηκαν όπου μπορούσαν, ο ένας κοντά στον άλλον για ασφάλεια, σε σταθμούς φορτηγών και πρώην εστιατόρια και παλιά μοτέλ. Η Περιπλανώμενη Συμφωνία ταξίδευε ανάμεσα σε οικισμούς του αλλαγμένου κόσμου και είχε ξεκινήσει πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση, όταν η μαέστρος μάζεψε μερικούς φίλους της από τη στρατιωτική τους μπάντα, έφυγαν από την αεροπορική βάση όπου διέμεναν και ξεκίνησαν για το άγνωστο.
Ως τότε, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ήδη εγκατασταθεί κάπου, επειδή μέχρι το Έτος Τρία η βενζίνη είχε μπαγιατέψει και επιπλέον δεν γίνεται να περπατάς συνέχεια. Μετά από έξι μήνες ταξιδιού από πόλη σε πόλη -η λέξη πόλη δεν χρησιμοποιείται με την αυστηρή έννοια· μερικά από αυτά τα μέρη ήταν τέσσερις ή πέντε οικογένειες που ζούσαν μαζί σε έναν σταθμό φορτηγών- η μαέστρος της ορχήστρας συνάντησε τον θίασο του Γκιλ με τους σαιξπηρικούς ηθοποιούς, που είχαν αποδράσει όλοι μαζί από το Σικάγο, είχαν δουλέψει σε μια φάρμα για μερικά χρόνια και είχαν βγει στον δρόμο πριν από τρεις μήνες, έτσι αποφάσισαν να συνδυάσουν τις δράσεις τους.
Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση, βρίσκονταν ακόμη στον δρόμο, ταξίδευαν πέρα δώθε, στις όχθες της Λίμνης Χιούρον και της Λίμνης Μίσιγκαν, δυτικά μέχρι την Τράβερς Σίτι, ανατολικά και βόρεια πάνω από τον 49ο Παράλληλο στο Κίνκαρντιν. Ακολουθούσαν τον ποταμό Σεντ Κλερ, νότια προς τις ψαράδικες πόλεις Μαρίν Σίτι και Άλγκονακ και πίσω ξανά. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιοχής επικρατούσε ηρεμία τώρα. Πολύ σπάνια συναντούσαν άλλους ταξιδιώτες, γυρολόγους κατά βάση, που μετέφεραν με κάρα διάφορα αντικείμενα από πόλη σε πόλη. Η Συμφωνία έπαιζε μουσική -κλασική, τζαζ και ορχηστρικές εκτελέσεις ποπ τραγουδιών της εποχής πριν από την κατάρρευση- και Σαίξπηρ. Τα πρώτα χρόνια, είχαν παίξει μερικές φορές πιο σύγχρονα έργα αλλά αυτό που τους ξάφνιαζε, αυτό που δεν περίμενε κανείς ήταν ότι το κοινό φαινόταν να προτιμάει Σαίξπηρ από τα άλλα έργα που ανέβαζαν.
«Οι άνθρωποι θέλουν ό,τι καλύτερο είχε να δείξει αυτός ο κόσμος», έλεγε ο Ντίτερ. Ο ίδιος δυσκολευόταν να ζήσει στο παρόν. Όταν ήταν φοιτητής είχε ένα πανκ συγκρότημα και τώρα ονειρευόταν τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας.

Δεν απείχαν ούτε δυο ώρες από τη Σεντ Ντέμπορα μπάι δε Γουότερ. Είχαν σταματήσει την πρόβα του Ληρ στα μισά της τέταρτης πράξης, καθώς όλοι ήταν κουρασμένοι, και η ζέστη όξυνε τα πνεύματα. Έκαναν μια στάση για να ξαποστάσουν τα άλογα και η Κίρστεν, που δεν ήθελε να ξαπλώσει, απομακρύνθηκε λίγο για να ρίξει μαχαίρια σε ένα δέντρο. Πρώτα έριξε από τα πέντε βήματα, ύστερα από τα δέκα, ύστερα από τα είκοσι. Ο ανακουφιστικός ήχος της λεπίδας που έβρισκε στο ξύλο. Όταν η Συμφωνία ξεκίνησε ξανά, ανέβηκε στη δεύτερη άμαξα, όπου η Αλεξάντρα ξεκουραζόταν και μάνταρε ένα κοστούμι.
«Λοιπόν», είπε η Αλεξάντρα, ξαναπιάνοντας μια συζήτηση που έκαναν νωρίτερα, «όταν είδες την οθόνη του υπολογιστή στην Τράβερς Σίτι...»
«Ναι, τι;»
Στην Τράβερς Σίτι, την πόλη απ' όπου είχαν φύγει πρόσφατα, ένας εφευρέτης είχε στήσει ένα ηλεκτρικό σύστημα σε μια σοφίτα. Ήταν μεσαίου μεγέθους, ένα στατικό ποδήλατο που όταν ποδηλατούσες έντονα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία ένα λάπτοπ, αλλά ο εφευρέτης είχε μεγαλύτερες φιλοδοξίες: στην πραγματικότητα, το θέμα δεν ήταν το ηλεκτρικό σύστημα, αλλά το ότι έψαχνε να βρει το ίντερνετ. Μερικά από τα νεότερα μέλη της Συμφωνίας είχαν νιώσει έναν μικρό ενθουσιασμό όταν τον άκουσαν να το λέει, θυμήθηκαν τις ιστορίες που τους είχαν πει για το WiFi και το Cloud, το οποίο ήταν κάτι αδιανόητο, και αναρωτιούνταν αν το ίντερνετ υπήρχε με κάποιον τρόπο εκεί έξω, αόρατες τελίτσες φωτός που αιωρούνταν γύρω τους.
«Ήταν όπως τη θυμόσουν;»
«Δεν πολυθυμάμαι πώς ήταν οι οθόνες των υπολογιστών», παραδέχτηκε η Κίρστεν. Τα αμορτισέρ της δεύτερης άμαξας ήταν σε εξαιρετικά κακή κατάσταση και όταν ταξίδευε με αυτή ένιωθε τα κόκαλά της να τρίζουν.
«Πώς γίνεται να μη θυμάσαι κάτι τέτοιο; Ήταν πανέμορφο».
«Ήμουν οχτώ χρονών».
Η Αλεξάντρα κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω, διόλου ικανοποιημένη, και ήταν προφανές πως σκεφτόταν ότι αν εκείνη είχε δει μια φωτισμένη οθόνη υπολογιστή όταν ήταν οχτώ χρονών, σίγουρα θα το θυμόταν.
Στην Τράβερς Σίτι, η Κίρστεν κοίταζε το μήνυμα στην οθόνη Αυτή η ιστοσελίδα δεν είναι διαθέσιμη. Δεν πίστευε στα σοβαρά ότι ο εφευρέτης μπορούσε να βρει το ίντερνετ, αλλά την καταγοήτευε ο ηλεκτρισμός. Κουβαλούσε μέσα της διάφορες εικόνες: μια λάμπα με ροζ αμπαζούρ πάνω σε ένα κομοδίνο, ένα φωτάκι νυκτός σε σχήμα μισοφέγγαρου, έναν πολυέλαιο σε μια τραπεζαρία, μια κατάφωτη σκηνή. Ο εφευρέτης ποδηλατούσε με μανία για να μην αρχίσει να τρεμοσβήνει η οθόνη και σβήσει τελείως, ενώ τους εξηγούσε κάτι για δορυφόρους. Η Αλεξάντρα είχε εκστασιαστεί, η οθόνη για εκείνη ήταν κάτι μαγικό, που δεν συνδεόταν με αναμνήσεις. Ο Όγκαστ κοίταζε την οθόνη σαν χαμένος.

Το παλάτι του φεγγαριού- Paul Auster- εκδόσεις Μεταίχμιο

Έζησα σ' εκείνο το διαμέρισμα μαζί με περισσότερα από χίλια βιβλία. Ανήκαν αρχικά στον θείο μου, τον Βίκτορ, που τα είχε συλλέξει αργά σε διάστημα τριάντα περίπου χρόνων. Προτού φύγω για το κολέγιο, μου τα πρόσφερε αυθόρμητα ως αποχαιρετιστήριο δώρο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να αρνηθώ, αλλά ο θείος Βίκτορ ήταν συναισθηματικός και γενναιόδωρος άνθρωπος και δεν θα μ' άφηνε να απορρίψω την προσφορά του. «Δεν έχω λεφτά να σου δώσω» μου είπε «ούτε και κάποια συμβουλή. Πάρε αυτά τα βιβλία για να με κάνεις ευτυχισμένο». Τα βιβλία τα πήρα, αλλά για τον επόμενο ενάμιση χρόνο δεν άνοιξα ούτε ένα από τα κουτιά στα οποία ήταν φυλαγμένα. Το σχέδιό μου ήταν να πείσω τον θείο μου να τα πάρει πίσω, εντωμεταξύ όμως δεν ήθελα να πάθουν τίποτα.

Όπως αποδείχτηκε, τα κουτιά μού φάνηκαν πολύ χρήσιμα στην κατάσταση που βρισκόμουν. Το διαμέρισμα της 112ης Οδού δεν ήταν επιπλωμένο και, αντί να ξοδευτώ για πράγματα που ούτε ήθελα ούτε και διέθετα χρήματα για ν' αποκτήσω, μετέτρεψα τα κουτιά σε «κατά φαντασίαν έπιπλα». Ήταν περίπου σαν να έφτιαχνα ένα παζλ: μάζευα τα χαρτόκουτα κι έφτια­χνα μ' αυτά διάφορες συνθέσεις, τα παρέτασσα σε σειρές, τα τακτοποιούσα ξανά και ξανά, ώσπου στο τέλος άρχισαν να μοιά­ζουν με έπιπλα. Δεκαέξι κουτιά χρησίμευσαν σαν βάση για το στρώμα μου, άλλα δώδεκα έγιναν τραπέζι, εφτά απ' αυτά έγιναν καρέκλες, άλλα δύο έγιναν κομοδίνα και πάει λέγοντας. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν μάλλον μονοχρωματικό, όπου και να κοίταζες έβλεπες ένα μουντό ανοιχτό καφετί, ωστόσο καμάρωνα για την εφευρετικότητά μου. Οι φίλοι μου το έβρισκαν κάπως παράξενο, αλλά είχαν πια συνηθίσει να περιμένουν από μένα παράξενα πράγματα. Σκεφτείτε την ικανοποίηση, τους εξηγούσα, να χώνεσαι στο κρεβάτι σου γνωρίζοντας ότι τα όνειρά σου θα λάβουν χώρα πάνω απ' την αμερικανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Φανταστείτε την ευχαρίστηση να τρως με ολόκληρη την Αναγέννηση να κρύβεται κάτω από το φαγητό σου. Στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα ποια βιβλία βρίσκονταν σε ποια κουτιά, αλλά από τότε ήμουν άσος στο να σκαρώνω ιστορίες και μου άρεσε πώς ηχούσαν αυτές οι προτάσεις, έστω κι αν ήταν ψεύτικες.

Τα κατά φαντασίαν έπιπλά μου έμειναν άθικτα για έναν περίπου χρόνο. Τότε, την άνοιξη του 1967, ο θείος Βίκτορ πέθανε. Αυτός ο θάνατος ήταν ένα τρομερό πλήγμα για μένα∙ από πολλές απόψεις υπήρξε το χειρότερο πλήγμα που δέχτηκα ποτέ. Ο θείος Βίκτορ δεν ήταν μόνο ο άνθρωπος που αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο, ήταν ο μοναδικός συγγενής μου, ο μοναδικός μου σύνδεσμος με κάτι ευρύτερο από τον εαυτό μου. Χωρίς εκείνον ένιωθα χαμένος, κατακεραυνωμένος από τη μοίρα. Αν είχα, κατά κάποιο τρόπο, προετοιμαστεί για τον θάνατό του, θα μου ήταν ίσως ευκολότερο να τον αντιμετωπίσω. Πώς όμως να προε­τοιμαστεί κανείς για τον θάνατο ενός υγιούς πενηνταδυάχρονου; Ο θείος μου απλώς έπεσε νεκρός ένα ωραίο απόγευμα στα μέσα Απριλίου και από κείνη τη στιγμή η ζωή μου άρχισε να αλλάζει, άρχισα να χάνομαι μέσα σε έναν άλλο κόσμο.

Δεν έχω να πω πολλά για την οικογένειά μου. Τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο ήταν λίγα και τα περισσότερα δεν έμειναν για πολύ στο προσκήνιο. Ζούσα με τη μητέρα μου ώσπου έγινα έντεκα χρονών, τότε, όμως, εκείνη σκοτώθηκε σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, όταν την παρέσυρε ένα λεωφορείο που ντεραπάρισε στα χιόνια της Βοστόνης. Δεν υπήρξε ποτέ πατέρας, κι έτσι ήμασταν μονάχα εμείς οι δύο, η μητέρα μου κι εγώ. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε το πατρικό της επώνυμο αποδείκνυε ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ, ωστόσο έμαθα ότι ήμουν νόθος μόνο αφότου πέθανε. Όταν ήμουν μικρός, δεν σκέφτηκα ποτέ να τη ρωτήσω τέτοια πράγματα. Ήμουν ο Μάρκο Φογκ κι η μητέρα μου ήταν η Έμιλι Φογκ και ο θείος μου στο Σικάγο ήταν ο Βίκτορ Φογκ. Ήμασταν όλοι Φογκ και ήταν απολύτως λογικό άνθρωποι της ίδιας οικογένειας να έχουν όλοι το ίδιο επίθετο. Αργότερα, ο θείος Βίκτορ μού είπε ότι αρχικά το όνομα του πατέρα του ήταν Φόγκελμαν, αλλά κάποιος στην Υπηρεσία Μετανάστευσης του νησιού Έλις το κουτσούρεψε σε Φογκ, κι αυτό υπήρξε το αμερικανικό όνομα της οικογένειας. Φόγκελ στα γερμανικά σήμαινε πουλί με πληροφόρησε ο θείος μου, κι εμένα μου άρεσε η ιδέα ότι στην ταυτότητά μου ήταν ενσωματωμένο αυτό το πλάσμα. Φανταζόμουν ότι κάποιος ανδρείος πρόγονός μου κατάφερε κάποτε να πετάξει. Ένα πουλί που πετά μέσα στην ομίχλη,1 σκεφτόμουν, ένα γιγάντιο πουλί που διασχίζει πετώντας τον ωκεανό και δεν σταματά παρά μόνο αφού φτάσει στην Αμερική.

Δεν έχω καμία φωτογραφία της μητέρας μου και δυσκολεύο­μαι να θυμηθώ πώς ήταν. Όποτε τη βλέπω στη φαντασία μου, συναντώ μια μικρόσωμη γυναίκα με σκούρα μαλλιά, με λεπτούς παιδικούς καρπούς και λεπτεπίλεπτα λευκά δάχτυλα και ξαφνικά, πολύ συχνά, μπορώ να θυμηθώ πόσο όμορφα ένιωθα όταν με άγγιζαν εκείνα τα δάχτυλα. Όποτε τη βλέπω είναι πάντα πολύ νέα και όμορφη, κι αυτό μάλλον είναι ακριβές, αφού όταν πέθανε ήταν μόλις είκοσι εννέα χρονών. Μείναμε σε κάμποσα μικρά διαμερίσματα στη Βοστόνη και στο Κέιμπριτζ και νομίζω ότι δούλευε σε μια εταιρεία που εξέδιδε σχολικά βιβλία, αν και ήμουν πολύ μικρός για να καταλαβαίνω τι έκανε εκεί. Ό,τι θυμάμαι ζωηρότερα είναι οι φορές που πηγαίναμε μαζί σινεμά (στα γουέστερν του Ράντολφ Σκοτ, στον Πόλεμο των κόσμων, στον Πινόκιο): καθόμασταν στα σκοτεινά μέσα στον κινηματογράφο, μασουλώντας ποπκόρν από το ίδιο κουτί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Έλεγε αστεία που μου προκαλούσαν κρίσεις ξέπνοων χαχανητών, κάτι που ωστόσο συνέβαινε σπάνια, όταν οι πλανήτες βρίσκονταν στη σωστή συζυγία. Τον περισσότερο καιρό ήταν χαμένη σε ονειροπολήσεις, ελαφρώς μουτρωμένη, ενώ υπήρχαν φορές που ένιωθα να εκπέμπει μια πραγματική θλίψη, μια αίσθηση ότι πάλευε με μια απέραντη και ενδόμυχη σύγχυση. Καθώς μεγάλωνα, με άφηνε όλο και πιο συχνά στο σπίτι με νταντάδες, όμως δεν κατάλαβα τι σήμαιναν αυτές οι μυστηριώδεις αναχωρήσεις της παρά πολύ αργότερα, μετά τον θάνατό της. Για τον πατέρα μου, πάντως, δεν υπήρχε καμία πληροφορία, τόσο όσο εκείνη ζούσε, όσο και μετά τον θάνατό της. Αυτό ήταν το μόνο θέμα που η μητέρα μου αρνιόταν να συζητήσει μαζί μου και όποτε της έκανα αυτή την ερώτηση ήταν ανυποχώρητη. «Πέθανε πριν από πολύ καιρό» μου έλεγε «προτού γεννηθείς εσύ». Πουθενά στο σπίτι δεν υπήρχε κάποιο σημάδι της ύπαρξής του. Ούτε μία φωτογραφία ούτε καν ένα όνομα. Θέλοντας να πιαστώ από κάπου, τον φανταζόμουν σαν μια εκδοχή του Μπακ Ρότζερς2 με πιο σκούρα μαλλιά, έναν ταξιδιώ­τη του διαστήματος που πέρασε στην τέταρτη διάσταση και δεν μπόρεσε να ξαναβρεί τον δρόμο του γυρισμού.

Η μητέρα μου τάφηκε πλάι στους γονείς της στο κοιμητήριο Γουεστλόουν και, μετά απ' αυτό, πήγα να μείνω με τον θείο Βίκτορ στο Νορθ Σάιντ του Σικάγο. Δεν πολυθυμάμαι τον πρώτο καιρό τώρα πια, θα πρέπει, όμως, να ήμουν θλιμμένος και φυσικά να ρουφούσα τη μύτη μου και να κλαψούριζα ώσπου να αποκοιμηθώ, σαν ένας από τους αξιολύπητους ορφανούς ήρωες των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Μια φορά, μια ανόητη γυναίκα, γνωστή του Βίκτορ, μας συνάντησε στον δρόμο και, όταν μας σύστησαν, άρχισε να κλαίει σκουπίζοντας τα μάτια της μ' ένα χαρτομάντιλο και να θρηνολογεί πως πρέπει να ήμουν το παιδί του έρωτα της καημένης της Έμι. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ξανακούσει αυτή την έκφραση, καταλάβαινα, όμως, ότι υπαινισσόταν φοβερά και δυσοίωνα πράγματα. Όταν ζήτησα από τον θείο Βίκτορ να μου την εξηγήσει, εκείνος σκαρφίστηκε μια απάντηση που τη θυμάμαι πάντα. «Όλα τα παιδιά είναι παιδιά του έρωτα, μόνο τα καλύτερα όμως τα λένε έτσι».

Ο αδερφός της μητέρας μου, μεγαλύτερός της σε ηλικία, ήταν ένας ψηλόλιγνος εργένης με γαμψή μύτη, σαράντα τριών χρονών, που έβγαζε τα προς το ζην ως κλαρινετίστας. Όπως όλοι οι Φογκ, είχε κι αυτός μια ροπή να ζει άσκοπα, να παραδίνεται στις ονειροπολήσεις, να υποκύπτει στις ξαφνικές παρορμήσεις του και να αφήνεται σε μακριές περιόδους αδράνειας. Μετά από μια πολλά υποσχόμενη αρχή ως μέλος της Ορχήστρας του Κλίβελαντ, αυτά τα χαρακτηριστικά του υπερίσχυσαν. Κοιμόταν με τις ώρες και έχανε τις πρόβες, εμφανιζόταν χωρίς γραβάτα στις παραστάσεις και κάποτε είχε την αναίδεια να πει εις επήκοον του βούλγαρου μαέστρου ένα σόκιν ανέκδοτο. Αφού απολύθηκε, ο Βίκτορ μπήκε σε κάμποσες μικρότερες ορχήστρες, που η καθεμιά τους ήταν χειρότερη από την προηγούμενη και, την εποχή που γύρισε στο Σικάγο το 1953, είχε μάθει να αποδέχεται τη μετριότητα της καριέρας του. Όταν τον Φεβρουάριο του 1958 πήγα να μείνω μαζί του, παρέδιδε μαθήματα σε αρχάριους κλαρινετίστες και έπαιζε για τους Howie Dunn's Moonlight Moods, ένα μικρό συγκρότημα που έκανε τις συνηθισμένες εμφανίσεις σε γάμους, βαφτίσεις και πάρτι αποφοίτησης. Ο Βίκτορ ήξερε ότι υστερούσε σε φιλοδοξία, επίσης όμως ήξερε ότι στη ζωή υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από τη μουσική. Τόσα πολλά πράγματα που, πραγματικά, συχνά τον έπνιγαν. Καθώς ήταν το είδος του ανθρώπου που πάντα ονειρεύεται να κάνει κάτι άλλο ενώ είναι απασχολημένος, του ήταν αδύνατο να εξασκηθεί σε ένα κομμάτι χωρίς να κάνει παύση για να λύσει ένα σκακιστικό πρόβλημα στο μυαλό του∙ δεν μπορούσε να παίξει σκάκι χωρίς να σκέφτεται τις αδυναμίες της ομάδας μπέιζμπολ Σικάγο Καμπς∙ δεν μπορούσε να πάει στο γήπεδο του μπέιζμπολ χωρίς να σκέφτεται κάποιον δευτερεύοντα σαιξπηρικό χαρακτήρα και, μετά, όταν επιτέλους γυρνούσε στο σπίτι, δεν μπορούσε να καθίσει να διαβάσει ένα βιβλίο πάνω από είκοσι λεπτά, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να παίξει το κλαρινέτο του. Όπου και να βρισκόταν, λοιπόν, και όπου και να πήγαινε, άφηνε πίσω του ένα συνονθύλευμα από αποτυχημένες κινήσεις στο σκάκι, μισοσυμπληρωμένα κουπόνια στοιχήματος και μισοδιαβασμένα βιβλία.

Ωστόσο δεν ήταν δύσκολο να αγαπήσει κανείς τον θείο Βίκτορ. Το φαγητό ήταν χειρότερο από της μητέρας μου, ενώ τα διαμερίσματα όπου μείναμε ήταν πιο φτωχικά και πιο στενάχωρα, αλλά σε τελική ανάλυση αυτά ήταν τα λιγότερο σημαντικά. Ο Βίκτορ δεν υποκρινόταν τον διαφορετικό από αυτό που ήταν. Ήξερε ότι η πατρότητα ήταν κάτι που δεν του ταίριαζε κι έτσι με αντιμετώπισε περισσότερο σαν φίλο παρά σαν παιδί, ένα μικρό, πολυαγαπημένο φιλαράκι. Αυτή ήταν μια συμφωνία που μας βόλευε και τους δυο. Μες στον πρώτο μήνα της εγκατάστασής μου, δημιουργήσαμε ένα παιχνίδι στο οποίο επινοούσαμε μαζί χώρες, φανταστικούς κόσμους που ανέτρεπαν τους νόμους της φύσης. Μου πήρε βδομάδες για να τελειοποιήσω τους καλύτερους από αυτούς και οι χάρτες που σχεδίασα κρέμονταν σε τιμητική θέση πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Η Χώρα του Σποραδικού Φωτός, για παράδειγμα, και το Βασίλειο των Μονόφθαλμων. Δεδομένων των δυσκολιών που είχε παρουσιάσει και στους δυο μας ο κόσμος της πραγματικότητας, προφανώς ήταν λογικό να θέλουμε να τον εγκαταλείπουμε όσο πιο συχνά γινόταν.

«Άννα» του Νικολό Αμανίτι

Η Άννα πέρασε το απόγευμά της ραχατεύοντας στο παγκάκι στην πρασιά. Τα χτυπήματα από τη σύγκρουσή της με τον σκύλο άρχισαν να γίνονται αισθητά. Στον γοφό της, που τον είχε χτυπήσει στο αυτοκίνητο, είχε σχηματιστεί μια μελανιά και οι κόμποι των δαχτύλων της είχαν πρηστεί.
Ο Άστορ ήταν κοντά της, κουκουλωμένος με μια κουβέρτα. Του άγγιξε το μέτωπο, ψηνόταν στον πυρετό.
Το κορίτσι ξαναμπήκε στο σπίτι, πήρε τον φακό, ανέβηκε τις σκάλες και διέσχισε τον διάδρομο σταματώντας μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Έβγαλε τα παπούτσια της, άναψε τον φακό, έβγαλε από την τσέπη του σορτς της ένα κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά.

Η φωτεινή δέσμη έπεσε πάνω σε ένα καρό χρωματιστό χαλί και ένα σκονισμένο γραφείο με έναν φορητό υπολογιστή στη μέση. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία με παιδικά σχέδια. Σπίτια, ζώα, λουλούδια, βουνά, ποτάμια κι ένας τεράστιος κόκκινος ήλιος. Το φως εστίασε σε ένα σκουρόχρωμο ξύλινο κομοδίνο, σε μια στοίβα βιβλία, στο ξυπνητήρι, στο αμπαζούρ κι έπειτα σε ένα διπλό κρεβάτι με σιδερένιο κεφαλάρι. Πάνω στο κόκκινο με μπλε κουβερλί υπήρχε ένας σκελετός με τα χέρια σταυρωμένα. Και τα διακόσια έξι οστά που τον απάρτιζαν, από τις φάλαγγες των ποδιών ως το κρανίο, ήταν διακοσμημένα με λεπτά γεωμετρικά σχέδια ζωγραφισμένα με μαύρο μαρκαδόρο. Στο μέτωπο και στα ζυγωματικά υπήρχαν αραδιασμένα δαχτυλίδια και σκουλαρίκια, και στις κόγχες των ματιών φωλιές σπουργιτιών με τα πιτσιλωτά αυγά τους. Οι φλέβες του λαιμού και τα πλευρά ήταν τυλιγμένα με σειρές από μαργαριτάρια και χρυσές αλυσίδες, με κολιέ από αμέθυστο και πολύχρωμους λίθους. Δίπλα στα πόδια, κουλουριασμένος, ήταν ο σκελετός μια γάτας.
Η Άννα κάθισε στο γραφείο, άφησε τον φακό και άνοιξε ένα φαγωμένο τετράδιο. Πάνω στο σκληρό καφετί εξώφυλλο έγραφε: ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
Ανοιγοκλείνοντας τα χείλη διάβασε τη στρογγυλή και ακριβολόγο γραφή του που γέμιζε την πρώτη σελίδα.

Λατρεμένα μου παιδιά, σας αγαπώ πάρα πολύ. Σε λίγο η μαμά σας δεν θα υπάρχει πια και θα πρέπει να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας. Είστε καλά και έξυπνα παιδιά και είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρετε.
Σ' αυτό το τετράδιο σας αφήνω μερικές οδηγίες που θα σας βοηθήσουν να αντιμετωπίσετε τη ζωή και να αποφύγετε τους κινδύνους. Να το φυλάξετε προσεκτικά και κάθε φορά που θα έχετε κάποια αμφιβολία, να το ανοίγετε και να το διαβάζετε. Άννα, πρέπει να μάθεις τον Άστορ ανάγνωση, για να το διαβάζει και μόνος του. Ορισμένες συμβουλές θα ανακαλύψετε ότι δεν θα σας είναι χρήσιμες στον κόσμο που θα ζήσετε. Οι κανόνες θα αλλάξουν κι εγώ δυστυχώς μόνο να τους φανταστώ μπορώ. Εσείς θα αναλάβετε να τους διορθώσετε και να μάθετε από τα λάθη που ίσως προκύψουν. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιείτε πάντα το μυαλό σας.
Η μαμά θα φύγει από αυτόν τον κόσμο εξαιτίας ενός ιού που έχει εξαπλωθεί παντού.
Αυτά είναι όλα κι όλα όσα ξέρω για τον ιό και θα σας τα πω έτσι όπως είναι, χωρίς το παραμικρό ψέμα. Γιατί δεν σας αξίζει κάτι τέτοιο.

Ο ΙΟΣ

1) Όλοι έχουν τον ιό μέσα τους. Άντρες και γυναίκες. Μικροί και μεγάλοι. Τα παιδιά δεν επηρεάζονται γιατί ακόμη κοιμάται μέσα τους.
2) Ο ιός θα ξυπνήσει μέσα σας όταν θα μεγαλώσετε. Άννα, εσύ θα μεγαλώσεις όταν θα δεις σκούρο αίμα να βγαίνει από το πιπί σου. Άστορ, εσύ θα μεγαλώσεις όταν από το πουλί σου, που θα είναι σκληρό, θα βγάλεις ένα λευκό υγρό, το σπέρμα.
3) Εξαιτίας του ιού κανείς δεν μπορεί να κάνει παιδιά.
4) Λίγο καιρό αφού μεγαλώσετε θα αρχίσετε να βγάζετε κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σας. Κάποιες φορές εμφανίζονται αμέσως, άλλες φορές παίρνει περισσότερο χρόνο. Όταν ο ιός απλωθεί μέσα στο σώμα, ξεκινά ο βήχας· η αναπνοή γίνεται δύσκολη, πονάνε οι μύες και σχηματίζονται κρούστες στα ρουθούνια και στα χέρια. Ύστερα έρχεται ο θάνατος.
5) Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό και θέλω να μην το ξεχάσετε ποτέ. Σε κάποια μέρη του κόσμου υπάρχουν ενήλικες που έχουν επιζήσει και ετοιμάζουν ένα φάρμακο που θα σώσει όλα τα παιδιά. Θα έρθουν πολύ σύντομα και σε εσάς και θα σας κάνουν καλά. Να είστε σίγουροι γι' αυτό, πιστέψτε με.
Η μαμά θα σας αγαπά πολύ, πάντα, ακόμη κι αν δεν είναι μαζί σας. Όπου και να 'ναι, σας αγαπά πολύ. Το ίδιο και ο μπαμπάς σας. Κι εσείς οι δύο πρέπει να αγαπιέστε, να βοηθάει ο ένας τον άλλον και να μη χωρίσετε ποτέ. Είστε αδέρφια.

Αυτό το κομμάτι, αν και το ήξερε απέξω κι ανακατωτά, το διάβαζε πάντα.
Άνοιξε μια άλλη σελίδα στη μέση του τετραδίου.

Ο ΠΥΡΕΤΟΣ

Η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος είναι συνήθως 36,5. Αν είναι παραπάνω, τότε έχουμε πυρετό. Αν έχουμε από 37 έως 38 δεν είναι σοβαρό. Αν έχουμε παραπάνω, τότε πρέπει να πάρουμε φάρμακα. Για να μετρήσετε τον πυρετό, πάρτε ένα θερμόμετρο. Υπάρχει ένα στο δεύτερο συρτάρι της κουζίνας. Είναι γυάλινο, γι' αυτό προσέξτε μη σας πέσει, γιατί θα σπάσει. (Υπάρχει κι ένα πλαστικό, αλλά δουλεύει με μπαταρία και δεν ξέρω πόσο καιρό θα κρατήσει). Να το βάζετε στη μασχάλη σας και να περιμένετε πέντε λεπτά. Εάν δεν έχετε ρολόι, μετρήστε μέχρι το 500 αργά και κοιτάξτε πού σταματάει η ασημένια γραμμή. Αν έχετε πάνω από 38, έχετε πυρετό και πρέπει να πάρετε κάτι φάρμακα που τα λένε αντιβιοτικά. Πρέπει να τα παίρνετε για τουλάχιστον μία εβδομάδα, δύο φορές την ημέρα. Υπάρχουν πολλά αντιβιοτικά: Augmentin, Amoxil, Bioclavid, Cefepime. Τα έχω βάλει μαζί με τα άλλα φάρμακα στο πράσινο έπιπλο. Όταν τελειώσουν, ψάξτε να βρείτε άλλα σε φαρμακεία ή σε σπίτια. Αν δεν βρείτε τα ίδια, κοιτάξτε τις οδηγίες μέσα στο κουτί τους. Κάπου γράφει την ενεργό τους ουσία: αν βρείτε μια λέξη που τελειώνει σε «-ίνη», αυτή είναι η σωστή. Αμοξυκιλλίνη, κεφαζολίνη, τέτοιου είδους λέξεις. Και να πίνετε πολλά υγρά.

Η Άννα έστρωσε τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά κι έκλεισε το τετράδιο.
Το γυάλινο θερμόμετρο είχε σπάσει. Το άλλο, το πλαστικό, δεν δούλευε πια. Τα αντιβιοτικά που είχε αφήσει η μαμά στο ντουλάπι τα είχαν φάει τα ποντίκια. Το φαρμακείο Μινέρβα στο Καστελαμάρε είχε καεί, όπως και όλη η περιοχή.
Έπρεπε να τα βγάλει πέρα χωρίς θερμόμετρο. Ο Άστορ έκαιγε ολόκληρος, είχε σίγουρα πάνω από 38, αλλά ήταν αργά για να αρχίσει να ψάχνει φάρμακα· έπρεπε να περιμένει να ξημερώσει.
Ξανάβαλε το τετράδιο στη θέση του, βγήκε από το δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα.

Έξω ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από το δάσος και επικρατούσε άπνοια.
«Έλα, Άστορ, πάμε πάνω».
Το αγόρι την ακολούθησε με σκυφτό κεφάλι, μισόκλειστα μάτια και κρεμασμένα χέρια.
Το δωμάτιό τους στον επάνω όροφο ήταν λίγο πιο συγυρισμένο από το υπόλοιπο σπίτι. Δεν υπήρχαν υπολείμματα φαγητού, μονάχα σωροί από ρούχα, παιχνίδια και μπουκάλια σε όλα τα σχήματα και τα μεγέθη. Δυο συρταριέρες ήταν καλυμμένες από έναν στάσιμο καταρράκτη λιωμένου κεριού που είχε τρέξει από εκατοντάδες κηροπήγια. Ο τοίχος, πίσω, ήταν κατάμαυρος από την κάπνα.
Η Άννα σκέπασε τον αδερφό της και του έδωσε να πιει υγρά· εκείνος τα ξέρασε όλα.
Επέστρεψε στον κάτω όροφο. Στο πράσινο έπιπλο, όπως ακριβώς θυμόταν, δεν είχε μείνει τίποτα εκτός από ποντικοκούραδα. Φαντάστηκε στρατιές εμπύρετων ποντικιών να ροκανίζουν τα χάπια και να γίνονται καλά.
Στο σαλόνι βρήκε ένα κουτί Crescina. Έγραφε ότι περιείχε κυστεΐνη, λυσίνη και γλυκοπρωτεΐνη, τρεις λέξεις σε «-ίνη», όμως δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ήταν αντιβιοτικό. Στο φυλλάδιο έλεγε επίσης ότι ήταν συμπλήρωμα διατροφής, κατάλληλο για άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, το οποίο ενδείκνυται για τη θεραπεία της τριχόπτωσης. Μπορεί του αδερφού της να μην του έπεφταν τα μαλλιά, κακό πάντως δεν θα του έκανε. Βρήκε και μερικά υπόθετα Panadol. Ό,τι έπρεπε για τον πυρετό και τον πονοκέφαλο.
Έδωσε στον Άστορ να πιει ένα χάπι Crescina και έβγαλε κι ένα υπόθετο.
«Αυτό μπαίνει στον ποπό».
Εκείνος την κοίταξε δύσπιστος. «Μια φορά έβαλα έναν μαρκαδόρο στον ποπό μου και δεν μου άρεσε. Μήπως να το φάω καλύτερα;»
Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους. «Το ίδιο θα 'ναι».
Το αγόρι μασούλησε το υπόθετο με μια γκριμάτσα, κι ύστερα στριφογύρισε στα σκεπάσματα ανατριχιάζοντας.
Η αδερφή του άναψε ένα κερί, ξάπλωσε δίπλα στον αδερφό της κοιτάζοντας το ταβάνι και τον αγκάλιασε, προσπαθώντας να τον ζεστάνει. «Θες να σου πω μια ιστορία;»
«Ναι».
«Ποια;»
«Μια ωραία».
Ο νους της Άννας πήγε στο βιβλίο με τα παραμύθια που της είχε χαρίσει η μαμά τους. Το αγαπημένο της μιλούσε για τον άμοιρο Ψαρο-Νικόλα. «Η ιστορία αυτή είναι από την εποχή που είχαμε βασιλιά, δεν υπήρχε το Έξω και οι Μεγάλοι ζούσαν ακόμη. Τότε στη Σικελία υπήρχε ένα αγόρι που το έλεγαν Ψαρο-Νικόλα και κολυμπούσε στα βάθη της θάλασσας σαν ψάρι».
Ο Άστορ της έσφιξε το χέρι. «Η θάλασσα είναι όλη από νερό;»
«Ναι, είναι αλμυρό, δεν πίνεται. Ο Ψαρο-Νικόλας ήταν τόσο καλός που κολυμπούσε μέχρι τον βυθό, εκεί που είναι σκοτεινά και δεν φαίνεται τίποτα. Κι εκεί κάτω έβρισκε τους θησαυρούς των βυθισμένων πλοίων και τους έφερνε στην επιφάνεια. Είχε γίνει τόσο διάσημος που ο βασιλιάς αποφάσισε να τον περάσει από μια δοκιμασία».
«Γιατί;»
«Επειδή οι βασιλιάδες είναι εκείνοι που αποφασίζουν για τα πάντα. Ο βασιλιάς, λοιπόν, έριξε στο νερό ένα χρυσό κύπελλο και ο Ψαρο-Νικόλας τού το έφερε αμέσως πίσω. Τότε ο βασιλιάς ζήτησε να οδηγήσουν το πλοίο του στα ανοιχτά, έβγαλε το στέμμα του και το πέταξε στη θάλασσα. "Για να δούμε αν θα τα καταφέρεις κι εδώ", του είπε. Ο Ψαρο-Νικόλας βούτηξε και έμεινε για ώρα στον βυθό. Στο μεταξύ, ενώ στο πλοίο έκαναν προπόσεις...»
«Τι πάει να πει πρόποση;» μουρμούρισε ο Άστορ με τον αντίχειρα στο στόμα.
«Ότι τσουγκρίζουν τα μπουκάλια. Ενώ στο πλοίο έκαναν προπόσεις, το αγόρι επέστρεψε με το στέμμα. Ο βασιλιάς όμως και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Έβγαλε το πολύτιμο δαχτυλίδι που φορούσε και το πέταξε σε ένα σημείο τόσο βαθύ που το σχοινί τελείωνε προτού καν η άγκυρα αγγίξει τον βυθό. "Αντέχεις, Νικόλα;" τον ρώτησε ο βασιλιάς με ένα ειρωνικό χαμόγελο. "Φυσικά, Μεγαλειότατε", είπε ο Ψαρο-Νικόλας. Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε. Όλοι στο πλοίο κοίταζαν τη σκούρα μπλε θάλασσα. Δεν ήξεραν ότι το καράβι τους επέπλεε σαν φελλός σε μια λακκούβα τόσο μα τόσο βαθιά που εάν πετάξεις μια πέτρα, θα φτάσει στον πάτο την επόμενη μέρα. Σ' εκείνο το αιώνιο σκοτάδι ζούσαν πλάσματα που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε δει ή φανταστεί ποτέ. Μακρουλά διάφανα φίδια, φωτεινές γλώσσες μεγάλες σαν χωράφια με κολοκύθες, χταπόδια με τόσο μακριά πλοκάμια που μπορούν να αγκαλιάσουν ολόκληρο σπίτι. Τον περίμεναν για δυο μέρες. Ύστερα ο βασιλιάς, μ' ένα χασμουρητό, πρόσταξε τους ναύτες του: "Πάμε πίσω στο παλάτι. Πέθανε". Εκείνη τη στιγμή ο Ψαρο-Νικόλας βγήκε μέσα από τη θάλασσα. Ήταν κατάχλωμος. Στο χέρι του κρατούσε το δαχτυλίδι του βασιλιά. "Μεγαλειότατε, πρέπει να σας πω κάτι σημαντικό. Μόλις κατέβηκα στον βυθό, είδα ότι η Σικελία στηρίζεται σε τρεις κολόνες. Η μία όμως είναι χιλιοσπασμένη και σε λίγο καιρό θα καταρρεύσει..."». Η Άννα περιεργάστηκε τον αδερφό της, που με τη βαριά του ανάσα εξακολουθούσε να βυζαίνει το δάχτυλό του. «"Η Σικελία θα βουλιάξει μες στη θάλασσα". Ο βασιλιάς το σκέφτηκε λίγο. "Ξέρεις τι θέλω από σένα, αγαπητέ μου Ψαρο-Νικόλα; Να κατέβεις αμέσως εκεί κάτω και να κρατάς το νησί μας". Το αγόρι κοίταξε τον ήλιο, τον ουρανό, όλα τα πράγματα που δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά στη στεριά και είπε: "Μάλιστα, βασιλιά μου". Πήρε μια ανάσα τόσο βαθιά που ρούφηξε τον αέρα, τα σύννεφα και τα ξερά φύκια της παραλίας και βούτηξε. Από εκείνη την ημέρα δεν ξανανέβηκε. Αυτό ήταν. Η ιστορία μου τελείωσε».
Ο Άστορ κοιμόταν με το κεφάλι κρεμασμένο μπροστά.
Η Άννα σκέφτηκε εκείνον τον άμοιρο που καθόταν ολομόναχος στον πάτο της θάλασσας και κρατούσε το νησί. Φαντάστηκε τον εαυτό της να κατεβαίνει κοντά του σαν δύτης και να του διηγείται ότι ο βασιλιάς του πέθανε, όπως και όλη του η αυλή, και ότι η Σικελία ανήκε πλέον μόνο στα παιδιά.
Έφαγε μερικά φασόλια και πήρε το μπουκάλι με το αμάρο που είχε βρει στο φυτώριο. Το πλησίασε στη φλόγα του κεριού. Στην ετικέτα υπήρχε μια θυμωμένη χωρική που είχε το ένα χέρι στη μέση και με το άλλο κρατούσε ένα καλάθι με βότανα.
Φτυστή η δασκάλα μας η Ριγκόνι.
Κι εκείνη την ίδια στάση έπαιρνε όποτε επικρατούσε πανικός στην τάξη.
Το δοκίμασε. Ήταν τόσο γλυκό που έσφιξε τα δάχτυλα των ποδιών της.
Ορισμένα πράγματα των Μεγάλων δεν τα καταλάβαινε. Γιατί το έλεγαν αμάρο, αφού ήταν γλυκό;
Συνέχισε να πίνει ώσπου ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Έξω από το παράθυρο, εκατομμύρια αστέρια στιγμάτιζαν τον ουρανό σαν πιτσιλιές λευκής μπογιάς και τα τζιτζίκια τερέτιζαν. Όταν θα κρύωνε ο καιρός, θα έφευγαν. Δεν είχε δει ποτέ της τζιτζίκια, αλλά για να κάνουν όλο αυτό τον πάταγο θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλα.

Ξύπνησε αγκαλιά με τον αδερφό της. Ήταν τόσο ιδρωμένοι που είχαν κάνει μούσκεμα το στρώμα. Άναψε τον φακό και τον πλησίασε στον Άστορ. Το πρόσωπό του ήταν βυθισμένο στο μαξιλάρι κι έτριζε τα δόντια του.
Πήρε το μπουκάλι με το νερό από το πάτωμα και ήπιε μέχρι που γέμισε το στομάχι της. Έξω τα πάντα ήταν ασάλευτα, μονάχα το κάλεσμα από ένα νυχτοπούλι και η βαριά ανάσα του Άστορ έσπαγαν τη σιωπή.
Σηκώθηκε και κάθισε στο μπαλκονάκι, απολαμβάνοντας τη δροσιά. Πέρα από τα σκουριασμένα κάγκελα, πέρα από τις μαύρες σκιές των δέντρων, απλωνόταν η καμένη, βουβή απεραντοσύνη του κάμπου.
Ένα πουλί φώναζε πιιιι πιιιι από τη συκιά, πίσω από την αποθήκη. Πάντοτε ήταν μικρή αυτή η συκιά, όμως τα τελευταία δύο χρόνια είχε μεγαλώσει και τα κλαδιά της τώρα πια σέρνονταν στο έδαφος.
Θυμήθηκε τότε που η μαμά είχε δέσει εκεί τα σχοινιά της κούνιας, αλλά ο μπαμπάς την προειδοποίησε ότι οι συκιές είναι δέντρα που σε ξεγελάνε γιατί σπάνε εύκολα.
Τώρα που το ξανασκεφτόταν όμως δεν ήταν απολύτως σίγουρη. Ίσως τελικά κάπου να το είχε διαβάσει ότι οι συκιές σε ξεγελάνε ή να το είχε δει στον ύπνο της. Συχνά οι αναμνήσεις γίνονται ένα με τα διαβάσματα, με τα όνειρά μας· ακόμα κι εκείνες για τις οποίες ήταν σίγουρη, με τον καιρό ξέβαφαν σαν νερομπογιές μέσα σ' ένα ποτήρι νερό.
Ξανασκέφτηκε το Παλέρμο. Το διαμέρισμά τους απ' όπου φαινόταν ένα γραφείο γεμάτο κόσμο μπροστά από οθόνες. Θυμόταν ασήμαντα πράγματα. Την ασπρόμαυρη σκακιέρα που σχημάτιζαν τα πλακάκια στο σαλόνι. Το τραπέζι της κουζίνας με την τρύπα όπου έβαζαν μια βέργα για να ανοίγουν φύλλο. Την απλώστρα με τις σκουριασμένες γωνίες. Μα τώρα πια δεν θυμόταν καθόλου το πρόσωπο του παππού Βίτο και της γιαγιάς Μένα. Η αλήθεια είναι πως όλα τα πρόσωπα των Μεγάλων ξεθώριαζαν, πνίγονταν στην καθημερινότητά της. Οι γέροι είχαν άσπρα μαλλιά, κάποιοι άντρες άφηναν μούσι, οι γυναίκες έβαφαν τα μαλλιά τους, μπογιάτιζαν το δέρμα τους και φορούσαν αρώματα. Το βράδυ κάθονταν στα μπαρ και έπιναν ένα ποτήρι κρασί. Υπήρχαν πολλοί σερβιτόροι. Στα εστιατόρια του Παλέρμο σερβίριζαν μελιτζάνες με παρμεζάνα στο φούρνο και σπαγγέτι.
Η μαμά στο τέλος μίσησε το Παλέρμο, επειδή οι κάτοικοι της πόλης δεν ήθελαν να μπουν σε καραντίνα. Η Άννα θυμόταν πως, προτού καν φτάσει η Κόκκινη στο Καστελαμάρε, είχε σταματήσει να τη στέλνει στο σχολείο. Είχαν κλειστεί στο σπίτι με ένα σωρό προμήθειες σε τρόφιμα στοιβαγμένες στην κουζίνα και στο σαλόνι.
Ένα βράδυ ήρθε ο μπαμπάς με τη Mercedes του. Το αυτοκίνητο γλίστρησε στο μονοπάτι του κήπου, έπεσε πάνω στα παγκάκια και άρχισε να χτυπάει ασταμάτητα η κόρνα του. Ο μπαμπάς βγήκε από μέσα σαν ζωντανός νεκρός, δεν έμοιαζε ο εαυτός του. Ο ιός τού είχε ρουφήξει το πρόσωπο, τα μάτια του ήταν πρησμένα και όλο το σώμα του ήταν γεμάτο σημάδια. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα, μόνο που η μαμά δεν τον άφησε να μπει. «Φύγε, φύγε! Είσαι μολυσμένος!» του ούρλιαζε.
Εκείνος χτυπούσε και με τις δυο γροθιές του. «Θέλω να δω τα παιδιά. Μια στιγμή. Άσε με να τα δω μια στιγμή μόνο».
«Φύγε αποδώ. Θες να μας σκοτώσεις;»
«Μαρία Γκράτσια, άνοιξέ μου, σε παρακαλώ».
«Για όνομα του Θεού, φύγε. Αν θες το καλό των παιδιών σου, φύγε αμέσως». Η μαμά σωριάστηκε στο πάτωμα, κλαίγοντας. Εκείνος μπήκε πάλι τρεκλίζοντας στη Mercedes του κι έμεινε εκεί, με το κεφάλι πεσμένο προς το παρμπρίζ και το στόμα ορθάνοιχτο.
Η Άννα, σκαρφαλωμένη στην πλάτη του καναπέ, τον κοίταζε από το παράθυρο. Η μαμά έκλεισε τις κουρτίνες, την πήρε αγκαλιά και την έβαλε στο κρεβάτι μαζί με τον Άστορ. Περίμενε να της πει κάτι, μόνο που τελικά έμειναν και οι τρεις βουβοί.
Την επόμενη μέρα ο μπαμπάς πέθανε. Η μαμά τηλεφώνησε και ήρθαν να τον πάρουν.
Θα μπορούσε να τον χαιρετήσει, να μείνει στο πλευρό του, όμως η μητέρα της δεν ήξερε ακόμη ότι τα παιδιά δεν αρρωσταίνουν.
Λίγο μετά ήρθε και η σειρά της.
Από εκείνη την περίοδο τής είχαν μείνει συγκεχυμένες εικόνες. Η μαμά που έγραφε όλη μέρα με τον αγκώνα στο τραπέζι, μισόγυμνη. Η μαμά που γέμιζε το τετράδιο με τα Σημαντικά Πράγματα. Τα μακριά ξανθά της μαλλιά που έπεφταν σαν τζίβες, βρόμικα, στο πρόσωπό της και της το έκρυβαν. Οι λεπτοί της αστράγαλοι. Τα μακριά της πόδια. Τα δάχτυλα των ποδιών της να πιέζονται στο πάτωμα. Η βαθουλωτή καμπύλη της κοιλιάς της που φαινόταν πίσω από την ξεκούμπωτη διάφανη ρόμπα της. Οι κόκκινες κηλίδες στον λαιμό και στα πόδια. Οι πέτσες στα χέρια και στα χείλη. Η μαμά που δεν έλεγε να σταματήσει να βήχει.
Είχε περάσει πολύς καιρός, κι όμως όταν η Άννα τη σκεφτόταν, ήταν τόσο έντονη η νοσταλγία που ένιωθε, λες και κατακρημνιζόταν σε μια τρύπα από την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξαναβγεί.
***
Η μέρα έστειλε στον ουρανό μια στρατιά από λευκά σύννεφα.
Ο Άστορ δεν ήταν τόσο ζεστός, αλλά δεν ένιωθε ακόμη καλά. Τα μεγάλα σαστισμένα του μάτια καταλάμβαναν όλο του το πρόσωπο, σαν κλωσόπουλο. Μόλις η Άννα του έδινε κάτι να πιει, εκείνος ξέρναγε κίτρινη χολή.
Την κοιτούσε εξαντλημένος, πιάνοντας το στομάχι του. «Με πονάει εδώ».
«Πάω να βρω φάρμακα. Όσο πιο νωρίς φύγω, τόσο πιο νωρίς θα γυρίσω».
«Θα έρθω μαζί σου».
«Αφού το ξέρεις ότι δεν γίνεται. Θες να σε αρπάξουν τα τέρατα του καπνού;»
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι. «Να μην πας ούτε εσύ».
«Θα σου φέρω δώρο».
«Δεν θέλω».
Η Άννα κούνησε το κεφάλι. «Δεν γίνεται αυτό».
Ο Άστορ έστριψε μουτρωμένος το κεφάλι του από την άλλη.
«Τι θα 'λεγες αν πρώτα παίζαμε Χριστούγεννα;»
Τα αγόρι γύρισε αστραπιαία από την άλλη, κατενθουσιασμένο. «Χριστούγεννα; Αλήθεια;»
«Φυσικά».
«Θα 'χω και δώρο;»
«Εννοείται».
«Δηλαδή να κρυφτώ;»
«Κρύψου».
Ο Άστορ κουκουλώθηκε κάτω από την κουβέρτα. Η Άννα άνοιξε το δωμάτιο της μαμάς και από ένα συρτάρι του γραφείου έβγαλε το cd Player. Ύστερα φόρεσε το καπέλο του Άγιου Βασίλη και κάτι κόκκινες μπότες. Με βαριά καρδιά, πήρε έναν λούτρινο σκαντζόχοιρο που είχε κρύψει πάνω σε ένα έπιπλο, για να μην τον φτάνει ο Άστορ. Της τον είχε χαρίσει η γιαγιά Μένα για τη γιορτή της. Ο Άστορ το ήθελε από πάντα, όμως εκείνη αρνιόταν πεισματικά να του το δώσει. Το πακετάρισε σε χαρτί εφημερίδας.
«Θα έρθεις; Εγώ είμαι έτοιμος!» φώναξε ο Άστορ.
Η Άννα πάτησε το play και ένα τραγούδι ακούστηκε στη διαπασών.
Όταν έπαιζαν τα Χριστούγεννα έβαζε το The Ghetto του Τζορτζ Μπένσον. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως επειδή ένιωθε τον ρυθμό του να την παρασύρει ή ίσως πάλι επειδή είχε βρει το cd δίπλα σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, σε ένα φαστφουντάδικο.
Άρχισε μεμιάς να χορεύει. Χόρευε κουνώντας τον πισινό της δεξιά κι αριστερά, με τα χέρια στη μέση, το κεφάλι πίσω μπρος σαν περιστέρι που τσιμπολογά τα σποράκια του. Ο αδερφός της ήταν σαν ένας παλλόμενος λοφίσκος κάτω από την κουβέρτα. Πέρασε πλάι του τραγουδώντας, πήδηξε πάνω σε μια καρέκλα και μέτρησε δείχνοντάς τον με το δάχτυλό της: «Ένα... Δύο... Τρία. Πάμε για Γκέτο! Σειρά σου».
Η κουβέρτα πετάχτηκε στον αέρα και ο Άστορ άρχισε να κουνιέται. Χρησιμοποιούσε πολύ τους καρπούς του και κάθε τόσο χτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι του. Έτσι ένιωθε εκείνος τον δικό του χριστουγεννιάτικο χορό.
Η Άννα αισθάνθηκε ανακουφισμένη. Αφού χόρευε, πάει να πει ότι δεν ήταν και τόσο χάλια. Ίσως να υποκρινόταν για να την κρατήσει στο σπίτι. Όμως είχε ακόμη εμετούς.
«Το δώρο μου! Δώσε μου το δώρο μου».
Η Άννα εμφάνισε το πακέτο και το έδωσε στον αδερφό της. «Καλά Χριστούγεννα».
Ο Άστορ έσκισε το περιτύλιγμα και κοίταξε το λούτρινο παιχνίδι. «Δικό μου; Αλήθεια;»
«Ναι, δικό σου».
Τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν και πάλι να χορεύουν, ενώ ο Τζορτζ Μπένσον έλεγε πως εκεί ήταν το γκέτο.

Η Άννα έβαλε στο σακίδιο ένα μπουκάλι νερό, μια κονσέρβα αρακά, ένα κουζινομάχαιρο, μερικές γεμάτες μπαταρίες κι ένα διπλό cd του Μάσιμο Ρανιέρι.
Έτοιμη.
Αποχαιρέτησε τον Άστορ, που είχε μείνει στο κρεβάτι με το καινούργιο του παιχνίδι, κι έφυγε.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε