Διάβαστε το πρώτο κεφάλαιο... 26/01/2018
Παρακάτω θα μπορέσετε να διαβάσετε τα πρώτα κεφάλαια απο βιβλία που κυκλοφόρησαν είδη ή θα κυκλωφορήσουν σύντομα. Καλή ανάγνωση...
«Ζωντανοί και νεκροί» του Κονσταντίν Σιμόνοφ

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα του Κονσταντίν Σιμόνοφ Ζωντανοί και νεκροί (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου) που κυκλοφλορησε στις 4 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Γκοβόστη.
Το μεσημέρι, πριν καλά-καλά προφτάσει η φάλαγγα να στρατοπεδεύσει για την πρώτη μεγάλη στάση, έγινε μια ακόμα συνάντηση που χαροποίησε τον Σερπίλιν. Ο Χορύσεφ, που προχώραγε μπροστά με τους ανιχνευτές του, ξέκρινε και πάλι πρώτος με το αετίσιο μάτι του μια ομάδα άντρες που είχαν κάτσει να αναπαυθούν μέσα σε πυκνούς θάμνους. Οι έξι απ' αυτούς κοιμόντουσαν βαθιά και άλλοι δυο -ένας μαχητής με ένα γερμανικό αυτόματο και μια στρατιωτική γιατρίνα, που καθότανε μέσα στους θάμνους με ένα περίστροφο στα γόνατά της- φυλάγανε τους κοιμώμενους, φαίνεται όμως πως δεν είχαν τα μάτια τους τέσσερα και δεν πήραν είδηση τον Χορύσεφ, που τον έπιασε μια παιδιάστικη επιθυμία να τους τρομάξει και ξεπετάχτηκε ξάφνου μπροστά τους μέσα απ' τους θάμνους, φωνάζοντας «Ψηλά τα χέρια!» Λίγο ακόμα και θα πλήρωνε πολύ ακριβά την αταξία του, γιατί ο μαχητής με το αυτόματο μόλις που συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή και δεν του 'ριξε τη ριπή.
Αποδείχτηκε πως κι αυτοί οι άντρες ήταν απ' τη μεραρχία τους, απ' τα τμήματα των μετόπισθεν. Ένας απ' αυτούς που κοιμόντουσαν ήταν τεχνικός της επιμελητείας, υπεύθυνος αποθήκης τροφίμων. Αυτός έβγαλε απ' τον κλοιό όλη την ομάδα, που την αποτελούσαν αυτός, έξι αποθηκάριοι και οδηγοί ιππήλατων οχημάτων και η γιατρίνα, που είχε διανυκτερεύσει τυχαία σε μια ίζμπα δίπλα στη δική του.
Όταν τους φέρανε όλους στον Σερπίλιν, ο τεχνικός της επιμελητείας -ένας άντρας φαλακρός, μεσόκοπος, που επιστρατεύτηκε μετά την έναρξη του πολέμου- του είπε ότι εδώ και τρεις νύχτες μπήκαν ξαφνικά στο χωριό, όπου μείνανε να κοιμηθούν, κάμποσα γερμανικά τανκς με ένα απόσπασμα πεζικού πάνω στη θωράκισή τους. Αυτός και οι άντρες του κατόρθωσαν και το 'σκασαν περνώντας μέσα απ' τα περιβόλια του χωριού^ δεν είχαν όλοι τους τουφέκια, δεν τους έκανε όμως καρδιά να παραδοθούν. Είπε ακόμα πως είναι Σιβηριανός, έκανε παλιότερα κόκκινος παρτιζάνος και ανέλαβε να περάσει τους άντρες του μέσα απ' τα δάση.
«Και να που τους πέρασα» είπε. «Όχι όλους, είναι αλήθεια, έχασα έντεκα άντρες^ πέσαμε πάνω σε μια γερμανική περίπολο. Σκοτώσαμε ωστόσο τέσσερις Γερμανούς και τους πήραμε τα όπλα τους. Αυτή ξεπάστρεψε ένα Γερμανό, τον πέτυχε στο σταυρό με το περίστροφο» είπε ο τεχνικός της επιμελητείας δείχνοντας τη γιατρίνα με μια κίνηση του κεφαλιού του.
Η γιατρίνα ήταν νέα και τόσο λεπτοκαμωμένη, που το σουλούπι της φάνταζε εντελώς κοριτσίστικο. Ο Σερπίλιν και ο Σιντσόφ, που στεκότανε δίπλα του, μα κι όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί γύρω, την κοίταζαν με έκπληξη και συμπάθεια. Η έκπληξή τους και η συμπάθεια διπλασιάστηκαν, όταν η γιατρίνα, μασώντας μια κόρα ψωμιού, άρχισε -απαντώντας στις ερωτήσεις τους- να μιλάει για τον εαυτό της.
Διηγιότανε τα όσα συνέβησαν σαν να επρόκειτο για μια αλληλένδετη σειρά πραγμάτων, που το καθένα απ' αυτά το έκανε γιατί της ήταν τελείως αδύνατο να μην το κάνει. Είπε ότι τέλειωσε το οδοντιατρικό ινστιτούτο, κι ύστερα άρχισαν να παίρνουν τα κορίτσια της κομμουνιστικής νεολαίας στο στρατό και φυσικά πήγε κι αυτή^ κι ύστερα αποδείχτηκε πως σε ώρα πολέμου κανείς δε σκέφτεται να θεραπεύσει τα δόντια του, και τότε αυτή από οδοντογιατρός που ήτανε έγινε νοσοκόμα, γιατί βέβαια δεν μπορούσε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Όταν σκοτώθηκε σε ένα βομβαρδισμό ο γιατρός, έγινε αυτή γιατρός, επειδή κάποιος έπρεπε να τον αντικαταστήσει^ και πήγε η ίδια στα μετόπισθεν να φέρει φάρμακα, γιατί έπρεπε το δίχως άλλο κάποιος να φροντίσει για την ιατρική περίθαλψη του συντάγματος. Κι όταν στο χωριό όπου έμεινε για να περάσει τη νύχτα της μπήκανε ξάφνου οι Γερμανοί, αυτή, φυσικά, έφυγε από κει μαζί με όλους τους άλλους, γιατί δεν μπορούσε βέβαια να μείνει με τους Γερμανούς. Κι ύστερα, όταν πέσανε στη γερμανική περίπολο κι άρχισαν οι πυροβολισμοί, ένας μαχητής έπεσε τραυματισμένος και βογγούσε δυνατά, κι αυτή σούρθηκε να του επιδέσει τη λαβωματιά, και ξάφνου ξεπετάχτηκε μπροστά της ένας Γερμαναράς ως εκεί πάνω κι αυτή έβγαλε το περίστροφο και τον σκότωσε. Το περίστροφο ήτανε τόσο βαρύ, που, για να πυροβολήσει, αναγκάστηκε να το κρατήσει και με τα δυο της χέρια.
Όλα αυτά τα αφηγήθηκε μιλώντας γρήγορα, σαν παιδί που βιάζεται να τα πει όλα. Ύστερα, έχοντας φάει την κόρα του ψωμιού, έκατσε στο κούτσουρο ενός κομμένου δέντρου κι άρχισε να ψάχνει μέσα στη νοσοκομειακή της τσάντα. Στην αρχή έβγαλε από κει μέσα μερικούς ατομικούς επιδέσμους κι ύστερα ένα μικρό δερμάτινο γυναικείο τσαντάκι. Ο Σιντσόφ, που στεκότανε ακουμπισμένος σ' ένα δέντρο, είδε απ' το ύψος του αναστήματός του πως μέσα σε κείνο το τσαντάκι είχε μια πουδριέρα και μια μαύρη απ' τη σκόνη πομάδα. Σπρώχνοντας βαθιά μες στο τσαντάκι την πουδριέρα και την πομάδα, μην τύχει και τις δει κανένας, έβγαλε ένα καθρεφτάκι και, βγάζοντας το δίκωχο, άρχισε να χτενίζει τα παιδικά, μαλακά σαν χνούδι μαλλιά της.
«Αυτή μάλιστα, είναι γυναίκα με τα όλα της!» είπε ο Σερπίλιν, όταν η μικρή γιατρίνα, έχοντας χτενίσει τα μαλλιά της και έχοντας ρίξει ένα βλέμμα στους άντρες που στεκόντουσαν γύρω της, απομακρύνθηκε διακριτικά και χάθηκε στο δάσος. «Αυτή μάλιστα, είναι γυναίκα με τα όλα της!» επανέλαβε ο Σερπίλιν, χτυπώντας φιλικά στον ώμο τον Σμάκοφ, που είχε προφτάσει τη φάλαγγα και έκατσε δίπλα του. «Μπροστά σε μια τέτοια γυναίκα και ποιος δε θα φιλοτιμηθεί να πολεμήσει παλικαρίσια!» Χαμογέλασε πλατιά στραφτοκοπώντας με τα μεταλλικά του δόντια, πλάγιασε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια του και την ίδια στιγμή τον πήρε ο ύπνος.
Ο Σιντσόφ άφησε το κορμί του να γλιστρήσει στον κορμό του δέντρου, κοντοκάθισε και, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Σερπίλιν, χασμουρήθηκε γλυκά.
«Είστε παντρεμένος;» τον ρώτησε ο Σμάκοφ.
Ο Σιντσόφ κατένευσε και αποδιώχνοντας τη νύστα του προσπάθησε να φανταστεί τι θα γινότανε αν η Μάσα επέμενε τότε στη Μόσχα και τα κατάφερνε να φύγει μαζί του για το Γκρόντνο. Θα κατεβαίνανε μαζί απ' το τρένο στο Μογκίλεφ... Κι ύστερα; Ναι, του ήταν δύσκολο να φανταστεί τι θα γινόταν ύστερα. Κι ωστόσο, κάπου στο βάθος της ψυχής του, ήξερε πως κείνη την πικρή μέρα του αποχαιρετισμού τους το δίκιο το 'χε εκείνη κι όχι αυτός^ τότε, εδώ κι ένα μήνα, αυτό που φοβότανε περισσότερο απ' το καθετί στον κόσμο ήταν μην τύχει και βρεθεί η Μάσα στο μέτωπο^ τώρα μπορούσε να φανταστεί, χωρίς να αναριγήσει, ότι η γυναίκα του βρίσκεται ήδη κάπου στο μέτωπο.
Η δύναμη του μίσους που ένιωθε τώρα για τους Γερμανούς, ύστερα απ' όλα όσα είχε δει και ζήσει, έσβησε πολλές διαχωριστικές γραμμές που υπήρχαν άλλοτε στη συνείδησή του^ από μέρες τώρα δεν μπορούσε πια να σκεφτεί ούτε την ευτυχία ούτε το μέλλον χωρίς να σκεφτεί ταυτόχρονα ότι οι φασίστες έπρεπε να εξοντωθούν μέχρις ενός. Και γιατί δηλαδή δεν μπορούσε να αισθάνεται και η Μάσα όπως αισθανότανε αυτός; Ή μήπως της είχαν αρπάξει λιγότερα απ' ό,τι του αρπάξανε αυτουνού; Ή μήπως ήταν χειρότερή του; Ή πιο αδύνατη; Γιατί ήθελε λοιπόν να της στερήσει το δικαίωμα που δε θα επιτρέψει σε κανέναν να του το στερήσει; Το δικαίωμα που άντε δοκίμασε να το στερήσεις απ' αυτήν τη μικρή γιατρίνα!
«Παιδιά έχετε;» διέκοψε τις σκέψεις του ο Σμάκοφ.
Ο Σιντσόφ, όλον εκείνον το μήνα, κάθε φορά που θυμότανε την κόρη του, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πείσει τον εαυτό του πως όλα είναι εντάξει, πως η κόρη του βρίσκεται κιόλας στη Μόσχα. Τώρα εξήγησε σύντομα και σκυθρωπά τι είχε συμβεί με την οικογένειά του. Η αλήθεια ήταν ότι, όσο περισσότερο προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως όλα πάνε καλά, τόσο λιγότερο το πίστευε.
Ο Σμάκοφ κοίταξε το πρόσωπό του, που έγινε ξάφνου σκυθρωπό και κλειστό, και κατάλαβε πως θα 'ταν προτιμότερο να μην του είχε υποβάλει την ερώτηση.
«Ας είναι, κοιμηθείτε τώρα», είπε ο Σμάκοφ, «η στάση είναι σύντομη και δε θα προλάβετε να δείτε ως το τέλος το πρώτο όνειρο!»
«Για όνειρα είμαστε τώρα!» σκέφτηκε θυμωμένος ο Σιντσόφ^ όμως, αφού έκατσε κάνα λεπτό με ανοιχτά τα μάτια, το κεφάλι του έπεσε ξάφνου πάνω στα γόνατα^ ανατρίχιασε, ξανάνοιξε τα μάτια, κάτι θέλησε να πει στον Σμάκοφ, μα το σαγόνι του ακούμπησε στο στήθος και βυθίστηκε στον ύπνο.
Ο Σμάκοφ τον κοίταξε με ζήλια και, βγάζοντας τα γυαλιά του, άρχισε να τρίβει τα μάτια με τον αντίχειρα και το δείκτη^ τα μάτια του πονάγανε απ' την αϋπνία, το φως της ημέρας τα τρυπούσε ακόμα και μέσα απ' τα κλειστά βλέφαρα, μα παρ' όλα αυτά ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει.
Τα τελευταία τρία μερόνυχτα ο Σμάκοφ είχε δει τόσους νεκρούς συνομηλίκους του σκοτωμένου γιου του, ώστε, ενώ ως τότε είχε κατορθώσει με τη δύναμη της θέλησής του να πνίξει μες στα φυλλοκάρδια του τον πόνο του πατέρα, τώρα ο πόνος είχε ξεχειλίσει απ' την ψυχή του, πήρε απρόβλεπτες διαστάσεις και μεταβλήθηκε σε ένα αίσθημα που δε σχετιζότανε πια μόνο με το γιο του, μα και με όλους τους άλλους που πέσανε στη μάχη μπροστά στα μάτια του, ακόμα και με κείνους που δεν είδε το θάνατό τους, αλλά ήξερε απλώς ότι είχαν πεθάνει. Το αίσθημα αυτό όλο και απλωνόταν, και τελικά έγινε τόσο μεγάλο, ώστε από πόνος που ήτανε μεταβλήθηκε σε οργή. Και η οργή αυτή έπνιγε τώρα τον Σμάκοφ. Καθότανε και σκεφτόταν τους φασίστες, που σ' όλους τους δρόμους του πολέμου ποδοπατούσαν τούτη τη στιγμή παντού με το σιδερένιο πέλμα τους εκατοντάδες και χιλιάδες συνομηλίκους του Οκτώβρη, σαν το γιο του, τον έναν μετά τον άλλον, τη μια ζωή μετά την άλλη. Τώρα μισούσε αυτούς τους Γερμανούς όσο μισούσε κάποτε τους λευκούς. Μεγαλύτερο μέτρο μίσους δεν ήξερε, και σίγουρα ούτε υπήρχε μεγαλύτερο στη φύση.
Χτες ακόμα χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να πειθαναγκάσει τον εαυτό του να διατάξει την εκτέλεση του Γερμανού αεροπόρου. Σήμερα όμως, τώρα που είχε δει τι έγινε κατά τη διάβαση του ποταμού, τώρα που είδε με σπαραγμό ψυχής τους φασίστες να πετσοκόβουν σαν χασάπηδες με τα αυτόματά τους τα νερά γύρω απ' τα κεφάλια των αντρών που πνιγόντουσαν, που ήταν κιόλας τραυματισμένοι, μα προσπαθούσαν ακόμα να κρατηθούν στον αφρό, κάτι είχε αναποδογυρίσει μέσα στην ψυχή του, κάτι που ως εκείνη την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να αναποδογυρίσει τελειωτικά, και τότε έδωσε στον εαυτό του έναν απερίσκεπτο όρκο: πως από δω και πέρα δε θα νιώσει οίκτο γι' αυτούς τους δολοφόνους ποτέ και πουθενά, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε στη διάρκεια του πολέμου ούτε μετά τον πόλεμο!
«Η μορφή των λειψάνων» του Juan Gabriel Vásquez

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Juan Gabriel Vásquez Η μορφή των λειψάνων (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) που θα κυκλοφορήσει στα τέλη Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Δεν ξέρω πόση ώρα περίμενα σ' εκείνο το πολύχρωμο πνιγηρό δωμάτιο. Ήταν ένα στούντιο χωρίς παράθυρα, προφανώς σχεδιασμένο για να καλύπτει τις ανάγκες απομόνωσης του Μπεναβίδες. Υπήρχε μια πολυθρόνα ανάγνωσης κάτω απ' τη φωτεινή δέσμη μιας μεγάλης λάμπας που πιο πολύ έμοιαζε με παλιά κάσκα κομμωτηρίου παρά με οτιδήποτε άλλο, και κάθισα εκεί αφού έκανα αρκετούς κύκλους χωρίς να βρω κανένα χώρο που να δείχνει ότι προοριζόταν για τους επισκέπτες: το στούντιο του γιατρού δεν ήταν φτιαγμένο για να δέχεται κανέναν. Δίπλα στην πολυθρόνα, πάνω σ' ένα τραπεζάκι, ήταν στοιβαγμένα μια ντουζίνα βιβλία που πέρασα αρκετή ώρα κοιτάζοντάς τα, χωρίς να το πάρω απόφαση να ξεφυλλίσω κανένα, από φόβο μη χαλάσω κάποια κρυφή τάξη. Είδα μια βιογραφία του Ζαν Ζορές και τους Παράλληλους βίους του Πλούταρχου, είδα και ένα βιβλίο του Αρτούρο Άλαπε σχετικά με το Μπογκοτάσο, καθώς κι έναν άλλο τόμο, δερματόδετο, πιο λεπτό απ' τον προηγούμενο, που μου ήταν αδύνατον να διαβάσω το όνομα του συγγραφέα του και που ο τίτλος του «μύριζε» λιβελογράφημα: Γιατί ο πολιτικός φιλελευθερισμός της Κολομβίας δεν είναι αμάρτημα. Το κέντρο τού πιο μεγάλου τοίχου έπιανε ένα γραφείο που η επιφάνειά του ήταν ένα τετράγωνο από πράσινο δέρμα, τακτοποιημένο με τόση σχολαστικότητα, ώστε πάνω του χωρούσαν, με απόσταση η μία απ' την άλλη, δύο στοίβες χαρτιά, μία από κλειστούς φακέλους και μία από ανοιγμένους λογαριασμούς (περίεργη παραχώρηση στην πρακτική ζωή, σ' ένα μέρος που, απ' ό,τι έδειχνε, ήταν αφιερωμένο σε διάφορες μορφές στοχασμού), διατηρημένες στη θέση τους χάρη στο βάρος μιας μολυβοθήκης που έμοιαζε με χειροτέχνημα. Δύο συσκευές δέσποζαν στην επιφάνεια: ένα σκάνερ και η οθόνη του υπολογιστή, μια γκουμούτσα τελευταίας γενιάς που κατείχε τη θέση της σαν τοτέμ. Όχι, με διόρθωσα αμέσως, όχι σαν τοτέμ, αλλά σαν μεγάλος οφθαλμός· ο οφθαλμός ος τα πάνθ' ορά. Διέπραξα τη γελοιότητα να βεβαιωθώ ότι ο υπολογιστής ήταν κλειστός ή, έστω, η κάμερά του, μη και με κατασκόπευε κανείς.
Τι είχε συμβεί εκεί κάτω; Δεν μου ήταν ακόμα πολύ σαφές. Με ξάφνιαζε η βίαιη αντίδρασή μου, παρ' όλο που εγώ, όπως πολλοί της γενιάς μου, κρύβω στο βάθος μου καταπιεσμένη βία, συνέπεια του ότι μεγάλωσα σε μια εποχή όπου η πόλη, η πόλη μου, είχε μετατραπεί σε ναρκοπέδιο, κι όλη αυτή η βία με τις βόμβες και τους πυροβολισμούς αναπαραγόταν στην καθημερινότητά μας με τους ύπουλους μηχανισμούς της: ποιος δε θυμάται τη σπουδή με την οποία κατεβαίναμε από τα αυτοκίνητα και πλακωνόμασταν στο ξύλο για ένα ασήμαντο τροχαίο συμβάν, κι είμαι σίγουρος πως δεν είμαι ο μόνος που έχει δει πάνω από μία φορά τη μαύρη οπή της κάννης ενός πιστολιού να τον σημαδεύει στο πρόσωπο· ούτε πρέπει να 'μαι ο μόνος που γοητεύεται από σκηνές βίας, κάτι ποδοσφαιρικούς αγώνες που μετατρέπονται σε μάχη, κάτι κρυφές κάμερες που καταγράφουν γρονθοκοπήματα στο μετρό της Μαδρίτης ή σε κάποιο βενζινάδικο του Μπουένος Άιρες, σκηνές που ψάχνω στο ίντερνετ για να τις δω και να πάρω την απαραίτητη δόση αδρεναλίνης. Κι ενώ τίποτα απ' όλα αυτά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ό,τι είχε συμβεί κάτω, η κατάσταση των νεύρων μου, συνέπεια των συνθηκών ακραίας έντασης και έλλειψης ύπνου μέσα στις οποίες βρισκόμουν, ίσως μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγησή του. Κι απ' αυτό αρπάχτηκα, ναι· δεν ήμουν εγώ αυτός, κι ο Μπεναβίδες και η γυναίκα του έπρεπε να το καταλάβουν: τριάντα τετράγωνα μακριά από κει, οι αγέννητες κόρες μου διέτρεχαν κάθε μέρα κινδύνους που έκριναν τη ζωή τους, και κάθε μέρα παίζονταν στη ρουλέτα ενός τοκετού υψηλού κινδύνου η ευεξία μου και η ευεξία της γυναίκας μου. Δεν ήταν λογικό ένα σχόλιο όπως αυτό του Καρβάγιο να με κάνει να χάσω για μια στιγμή τα λογικά μου;
Από την άλλη, πώς ήξερε ο Καρβάγιο για τη συγγένειά μου με τον Χοσέ Μαρία Βιγιαρεάλ; Ήταν φανερό ότι δεν είχε συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά και ότι αυτός κι ο Μπεναβίδες είχαν μιλήσει για μένα με κάποιες λεπτομέρειες. Από πότε; Να με είχε καλέσει ο Μπεναβίδες στο σπίτι του με τον κρυφό σκοπό να μου συστήσει τον Καρβάγιο, ή να με γνωρίσει ο Καρβάγιο; Γιατί; Επειδή ήμουν ο ανιψιός κάποιου που 'χε ζήσει από πρώτο χέρι την 9η Απριλίου κι είχε παίξει καθοριστικό ρόλο σε ό,τι συνέβη μετά τη δολοφονία του Γκαϊτάν; Ναι· αυτό τουλάχιστον ήταν αλήθεια. Ήταν δημόσιο γεγονός κι αποτελούσε μέρος της επίσημης Ιστορίας: ο πιστός στο καθεστώς κυβερνήτης που στέλνει χίλιους άνδρες για να καταστείλει την εξέγερση. Όπως όλος ο κόσμος, είχα διαβάσει κι εγώ τα απομνημονεύματα του Γκαρσία Μάρκες, κι όπως όλο τον κόσμο με είχε φέρει και μένα σε αμηχανία, ακόμα και ταραχή, η σαφήνεια με την οποία ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της χώρας μας, αλλά και ο διανοούμενος με τη μεγαλύτερη επιρροή, αποκάλυπτε, χωρίς ευφημισμούς, την ύπαρξη μιας κρυπτής αλήθειας· γιατί αυτό έκανε εκείνη η σελίδα: μιλώντας για τον κομψό άνδρα και υπονοώντας τη συμμετοχή του στη δολοφονία του δολοφόνου, ο Γκαρσία Μάρκες κατέθετε απερίφραστα τη βαθιά του πεποίθηση ότι ο Χουάν Ρόα Σιέρα δεν ήταν ο μοναδικός δολοφόνος του Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, αλλά ότι υπήρχε πίσω από το έγκλημα μια καλοδουλεμένη πολιτική συνωμοσία. Εκείνος ο άνδρας είχε καταφέρει να σκοτώσουν έναν ψεύτικο δολοφόνο, για να προστατεύσει την ταυτότητα του πραγματικού: οι λέξεις αποκτούσαν τώρα άλλο φως. Δεν ήταν ανεξήγητο που τις είχα παραβλέψει στην πρώτη μου ανάγνωση, πριν από δύο χρόνια; Με τι μάτια είχα διαβάσει εκείνη τη σελίδα τότε, με τι αθώο βλέμμα; Αλλά αυτό που σίγουρα δε μου 'χε περάσει ποτέ απ' το μυαλό, ήταν ότι ο θείος μπορεί να ήξερε ποιος ήταν ο κομψός άνδρας. Η ιδέα ήταν εξωφρενική, όσο κι αν εκείνη την εποχή οι πάντες ήξεραν τους πάντες στις πολιτικές ελίτ. Ήταν εξωφρενική; Ήταν. Ήταν, όμως; Κάθε λέξη του Καρβάγιο πρόδιδε τη βαθιά του πεποίθηση: ο θείος μου, Χοσέ Μαρία, μπορεί να γνώριζε κάτι που θα έριχνε φως, έστω αμυδρό, στην ταυτότητα του άνδρα που είχε καταφέρει να σκοτώσουν έναν ψεύτικο δολοφόνο για να προστατεύσει την ταυτότητα του πραγματικού.
Αυτά συλλογιζόμουν, όταν χτύπησε η πόρτα. Ανοίγοντάς την, βρέθηκα μπροστά σε μια εκδοχή του Μπεναβίδες κυρτωμένη και με μαύρους κύκλους, λες και το πρόσφατο περιστατικό τον είχε φθείρει ακόμα πιο πολύ. Κρατούσε ένα δίσκο με δύο φλιτζάνια κι ένα θερμός φούξια, παρόμοιο με αυτά που χρησιμοποιούν κάποιοι δρομείς, με τη διαφορά ότι το θερμός του Μπεναβίδες δεν περιείχε νερό, ούτε κανένα απ' αυτά τα αναψυκτικά που χαρίζουν ενέργεια, αλλά έναν καφέ μαύρο και δυνατό. «Εγώ όχι, ευχαριστώ» είπα, κι εκείνος απάντησε: «Ναι. Εσύ, ναι. Ευχαριστώ». Και μου σέρβιρε ένα φλιτζάνι. «Αχ, Βάσκες» συνέχισε, «σε τι μπελάδες μ' έβαλες σήμερα...»
«Σας ζητώ συγγνώμη, Φρανσίσκο» είπα, «δεν ξέρω τι μ' έπιασε.»
«Δεν ξέρεις; Ξέρω εγώ, όμως. Σ' έπιασε αυτό που μάλλον θα 'χε πιάσει όλους μας στη θέση σου. Ο Καρβάγιο το παράκανε - κι αυτό το ξέρω. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δε μ' έβαλες σε μπελάδες...» Κατευθύνθηκε σε μια γωνία του δωματίου και πίεσε ένα κουμπί πάνω σε κάτι που έμοιαζε σε ρομπότ με σχάρα: η θερμοκρασία του δωματίου κατέβηκε αρκετούς βαθμούς, κι αμέσως αισθάνθηκα ότι ο αέρας δεν ήταν πια υγρός. «Πάει το πάρτι μου, αγαπητέ μου φίλε» είπε ο Μπεναβίδες, «πάει το πάρτι της γυναίκας μου.»
«Μπορώ να κατέβω» προσφέρθηκα, «να ζητήσω συγγνώμη απ' όλο τον κόσμο.»
«Δε χρειάζεται. Έφυγαν όλοι.»
«Και ο Καρβάγιο;»
«Και ο Καρβάγιο» είπε ο Μπεναβίδες. «Για το νοσοκομείο. Να του φτιάξουν το διάφραγμα.»
Πήγε μέχρι το γραφείο του, κάθισε κι άναψε τον υπολογιστή. «Ο Καρβάγιο είναι πολύ ιδιόρρυθμος τύπος» είπε, «και μπορεί κανείς να τον πάρει για τρελό. Δε λέω όχι. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι αξιόλογος άνθρωπος, αν και τόσο παθιασμένος, που μερικές φορές χάνει τον έλεγχο. Κι εμένα οι παθιασμένοι άνθρωποι μ' αρέσουν. Είναι μια αδυναμία - τι να κάνουμε. Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που ό,τι πιστεύουν το πιστεύουν με αληθινό πάθος. Και ο Θεός το ξέρει ότι αυτό συμβαίνει στον Καρβάγιο.» Ενώ μιλούσε, κουνούσε το ποντίκι πάνω στο πράσινο δέρμα του τραπεζιού, και τα στοιχεία της οθόνης άλλαζαν, παράθυρα άνοιγαν και κάθονταν το ένα πάνω στ' άλλο, ενώ πίσω τους φαινόταν η εικόνα που ο Μπεναβίδες είχε διαλέξει για την επιφάνεια εργασίας του. Δεν ξαφνιάστηκα όταν αναγνώρισα άλλη μία από τις διάσημες φωτογραφίες του Σάντι Γκονσάλες: εκείνη με το τραμ που καίγεται στη διάρκεια των επεισοδίων της 9ης Απριλίου. Είναι μια εικόνα γεμάτη βία, και κάποια ιδιαίτερη σημασία πρέπει να 'χει γι' αυτόν που την επέλεξε ώστε να τη βλέπει κάθε φορά που ανοίγει τον υπολογιστή, αλλά την έδιωξα γρήγορα αυτή τη σκέψη: μπορεί κανείς και να μη βλέπει σ' αυτή την εικόνα μια καταγγελία του ολέθρου και της συμφοράς εκείνης της αποφράδας μέρας, αλλά μόνο ένα κέντρισμα της μνήμης, μια ιστορική μαρτυρία. «Ήπιες τον καφέ σου;» με ρώτησε ο Μπεναβίδες.
Του έδειξα το άδειο φλιτζάνι μου και τον πάτο του με τα καφετιά δαχτυλίδια που κάποιοι (όχι εγώ) ξέρουν να διαβάζουν και να ερμηνεύουν. «Μέχρι κάτω» του είπα.
«Πολύ ωραία. Είσαι εντάξει, ξύπνιος, ή θες να πιεις κι άλλον;»
«Ξύπνιος είμαι, δόκτωρ. Αυτό που έγινε κάτω, ήταν άλλο πράγμα. Ήταν...»
«Μη με λες δόκτορα, Βάσκες, σε ικετεύω. Πρώτον, η λεξούλα είναι πολύ υποτιμημένη σ' αυτή την χώρα. Όλο τον κόσμο, μα όλο τον κόσμο, έτσι τον φωνάζουν. Δεύτερον, δεν είμαι ο γιατρός σου. Τρίτον, εσύ κι εγώ είμαστε πια φίλοι. Δεν είμαστε φίλοι;»
«Ναι, δόκτωρ. Φρανσίσκο. Ναι, Φρανσίσκο.»
«Και οι φίλοι δε μιλάνε μεταξύ τους με τέτοιους τύπους. Κάνω λάθος;»
«Όχι, Φρανσίσκο.»
«Άμα είναι έτσι, μπορώ κι εγώ να σε αποκαλώ δόκτορα. Εσύ ασχολήθηκες με τη συγγραφή, αλλά, πριν, πήρες πτυχίο δικηγόρου. Και τους δικηγόρους τούς λένε κι αυτούς δόκτορες σ' αυτή τη χώρα - δεν είν' έτσι;»
«Έτσι είναι.»
«Και ξέρεις γιατί δεν σε αποκαλώ δόκτορα;»
«Γιατί είμαστε φίλοι.»
«Ακριβώς. Γιατί είμαστε φίλοι. Κι επειδή είμαστε φίλοι, σου 'χω εμπιστοσύνη. Φαντάζομαι ότι κι εσύ μου 'χεις εμπιστοσύνη.»
«Ναι, Φρανσίσκο. Σου 'χω εμπιστοσύνη.»
«Έτσι μπράβο. Κι ακριβώς επειδή έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, είμαι έτοιμος να κάνω κάτι που δε θα το 'κανα αν δεν σου 'χα εμπιστοσύνη. Και δεν το κάνω μόνο γι' αυτό, αλλά και επειδή νιώθω πως σου οφείλω μια εξήγηση. Μπορεί εσύ να μου οφείλεις ένα ποτήρι του ουίσκι κι ένα πάρτι, αλλά εγώ σου οφείλω μια εξήγηση. Μα ακόμα κι αν δεν σου την όφειλα, θα σ' την έδινα. Νομίζω ότι εσύ μπορείς να καταλάβεις αυτό που θα σου δείξω. Δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να το καταλάβουν και να το εκτιμήσουν. Αλλά εσύ, νομίζω, μπορείς. Μακάρι... μακάρι να μην πέφτω τόσο πολύ έξω με σένα. Έλα» είπε, δείχνοντας μ' ένα αυταρχικό δάχτυλο το χώρο δίπλα στην καρέκλα του, μπροστά στο γραφείο με τα χαρτιά του. «Σταμάτα εκεί.»
Όταν υπάκουσα, βρήκα την οθόνη του υπολογιστή μεταμορφωμένη. Καταλαμβάνοντάς την ολόκληρη, με εξαίρεση τα χρωματιστά εικονίδια που γεμίζουν το κάτω μέρος όλων των οθονών όπως αυτή, υπήρχε μια εικόνα που αμέσως αναγνώρισα ότι ήταν μια ακτινογραφία θώρακα, στο κέντρο της οποίας, πλαισιωμένη απ' τις σκιές των πλευρών κι ακουμπισμένη στη σπονδυλική στήλη, υπήρχε μια μαύρη κηλίδα στο σχήμα φασολιού. Πρέπει να το είπα δυνατά («Ένα φασόλι!») ή να ρώτησα («Κι αυτό το φασόλι τι είναι;»), γιατί ο Μπεναβίδες μού είπε ότι δεν ήταν φασόλι, αλλά μια σφαίρα παραμορφωμένη από την πρόσκρουση στους σπονδύλους: μία από τις τέσσερις σφαίρες που, στις 9 Απριλίου 1948, είχαν σκοτώσει τον Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν.
«Το κορίτσι από τη Γερμανία» του Armando Lucas Correa

Δημοσίευση από το μυθιστόρημα του Armando Lucas Correa Το κορίτσι από τη Γερμανία (μτφρ. Φωτεινή Πίπη) που κυκλοφορεί απο 22 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Χάνα
Βερολίνο, 1939
Έφτασα νωρίς στο ραντεβού μας στο καφέ της φράου Φάλκενχορστ. Δεν έβλεπα τον Λέο, κι έτσι άρχισα να περιφέρομαι στον σταθμό Χάκεσερ Μαρκτ. Ήταν γεμάτος στρατιώτες. Είχε ακόμα πιο πολύ κόσμο απ' ό,τι συνήθως εκείνη τη μέρα. Κάτι συνέβαινε, και ο Λέο δεν ήταν μαζί μου. Κι άλλες σημαίες. Το μόνο που έβλεπα ολόγυρα ήταν κόκκινο και μαύρο. Ήταν μαρτύριο. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από πανό και άντρες και γυναίκες με τα χέρια τους σηκωμένα προς τον ουρανό.
Πιο δυνατά από τα μεγάφωνα άκουσα μια ενθουσιώδη φωνή να λέει κάτι για γενέθλια, για τη γιορτή ενός άντρα που άλλαζε το πεπρωμένο της Γερμανίας. Ενός άντρα που υποτίθεται πως έπρεπε να ακολουθήσουμε, να θαυμάσουμε, να λατρέψουμε. Του πιο αγνού άντρα σε μια χώρα που πολύ σύντομα θα επιτρεπόταν να κατοικείται μόνο από αγνούς ανθρώπους σαν τον ίδιο. Τα μεγάφωνα υπερίσχυαν των ανακοινώσεων για τις αναχωρήσεις και τις αφίξεις των τρένων. Ένα τεράστιο πανό ευγνωμονούσε το αρχι-Θεριό για τη Γερμανία στην οποία ζούσαμε: «Wir danken dir». Ύστερα μια καντάτα του Μπαχ άρχισε να αντηχεί σε όλο τον σταθμό: «Wir danken dir, Gott, wir danken dir». «Σε ευχαριστούμε, Θεέ, σε ευχαριστούμε». Ώστε τώρα το Θηρίο ήταν θεός. Ήταν εικοστή Απριλίου.
Το πράσινο φουστάνι μου ήταν τόσο ασορτί με τα πλακάκια του δαπέδου του σταθμού, που ένιωθα σαν χαμαιλέοντας. Ο Λέο θα έσκαγε στα γέλια όταν θα με έβλεπε. Έτρεξα στην έξοδο που έβγαζε στο καφέ κι έπεσα πάνω του.
«Τι έχει να πει το Κορίτσι από τη Γερμανία της Φραντσέζισε Στράσε;» είπε γελώντας με μια ειρωνεία που έκανε τα μάτια του να φαντάζουν ακόμα πιο κατεργάρικα απ' ό,τι συνήθως. «Θα πάμε στην Κούμπα. Και θα δεις πώς θα σου ανοίξει πόρτες εκείνο το περιοδικό. Ιδού το Κορίτσι από τη Γερμανία!» φώναξε και γέλασε.
Κούμπα. Κι άλλος νέος προορισμός. Ο Λέο τα είχε ανακαλύψει όλα. Ήταν βέβαιος ότι θα πηγαίναμε στην Κούμπα. Άρχισε να βρέχει, κι έτσι τρέξαμε και χωθήκαμε μέσα στο πελώριο εμπορικό κέντρο Χέρμαν Τιτς - που στο μεταξύ του είχαν αλλάξει όνομα, μιας κι αυτό ήταν υπερβολικά ακάθαρτο. Τώρα το έλεγαν Χέρτι, ώστε να μη θίγουν κανέναν. Παρά τη βροχή και την ώρα, όλοι οι όροφοι φαίνονταν άδειοι.
«Πού έχουν πάει όλοι;»
Βρήκαμε την κεντρική σκάλα και την ανεβήκαμε τρέχοντας. Πέσαμε πάνω σε κάτι γυναίκες που μας κοίταξαν σαν να απορούσαν πού να ήταν οι ενήλικες που μας επέβλεπαν. Προσπεράσαμε τον όροφο με τα περσικά χαλιά κρεμασμένα στις κουπαστές και φτάσαμε στον τελευταίο όροφο κάτω από τη γυάλινη σκεπή, απ' όπου μπορούσαμε να δούμε τη βροχή να πέφτει.
«Κούμπα; Πού είναι η Κούμπα; Στην Αφρική; Ή στον Ινδικό Ωκεανό; Είναι νησί; Πώς γράφεται;» ρωτούσα διαρκώς όσο ακολουθούσα τον Λέο λαχανιασμένη, ελπίζοντας να καθίσουμε κάπου ώστε να πάψω να αποφεύγω γυναίκες φορτωμένες σακούλες με ψώνια.
«Κ-ού-μ-π-α». Ο Λέο μού είπε ένα ένα τα γράμματα. «Συζητούν να αγοράσουν εισιτήρια για το πλοίο. Ο πατέρας σου θα μας βοηθήσει να πάρουμε τα δικά μας».
Ήταν νησί. Δεν υπήρχε άλλο μέρος όπου θα μπορούσαμε να πάμε. Ήλπιζα να είναι πολύ μακριά από τα Θηρία.
«Η βροχή κόπασε. Έλα, πάμε». Ο Λέο άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες χωρίς να μου δώσει χρόνο για να ξελαχανιάσω. Ένας Θεός ήξερε πού ήθελε να πάμε τώρα.
Βγήκαμε στην κεντρική πλατεία, που ήταν γεμάτη νερόλακκους. Πήγαμε στη στάση του τραμ, και ο Λέο έσκυψε και βάλθηκε να σχεδιάζει στη λάσπη: ένα μικρούλικο στρογγυλό νησί κάτω από ένα περίγραμμα που είπε πως ήταν η Αφρική. Είχε φτιάξει χάρτη από νερό και λάσπη. Στη συνέχεια σχεδίαζε μια πόλη δίπλα σ' έναν άλλο νερόλακκο.
«Εδώ θα είναι το σπίτι μας, δίπλα στη θάλασσα». Πήρε το χέρι μου κι ένιωσα πόσο βρόμικο και υγρό ήταν το δικό του. «Πάμε στην Κούμπα, Χάνα!»
Ο ενθουσιασμός έσβησε από το πρόσωπό του μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καταφέρει να μου τον μεταδώσει.
«Και τι θα κάνουμε σ' αυτό το νησί;» ήταν το μοναδικό πράγμα που μου ήρθε να τον ρωτήσω, αν και ήξερα ότι δεν θα είχε να μου δώσει απάντηση.
Η πιθανότητα να φύγουμε γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη• αυτό μου προκαλούσε νευρικότητα. Ως τώρα τα βγάζαμε πέρα με τα Θηρία και με τις κρίσεις της μαμάς. Και μόνο στη σκέψη ότι σύντομα θα φεύγαμε, με έπιανε τρέμουλο στα χέρια.
Ξαφνικά ο Λέο άρχισε να μιλάει για γάμο και παιδιά και συγκατοίκηση, αλλά δεν μου είχε πει καν αν ήμαστε αρραβωνιασμένοι. Είμαστε τόσο νέοι, Λέο! Σκέφτηκα πως θα έπρεπε τουλάχιστον να με έχει ρωτήσει, ώστε να έχω τη δυνατότητα να δεχτώ• έτσι γινόταν πάντα. Ο Λέο, όμως, δεν πίστευε στις συμβάσεις. Είχε τους δικούς του κανόνες και σχεδίαζε τους δικούς του χάρτες στο νερό.
Θα πηγαίναμε στην Κούμπα. Τα παιδιά μας θα ήταν Κουμπανοί. Και θα μαθαίναμε την κουμπανική διάλεκτο.
Την ώρα που ο Λέο καθόταν ανακούρκουδα και σχεδίαζε στην έξοδο του Χέρμαν Τιτς, μια γυναίκα που βαστούσε μια καπελιέρα πήδησε κι έπεσε μέσα στον νερόλακκο, αφανίζοντας μεμιάς τον χάρτη μας.
«Βρομόπαιδα...» είπε συρίζοντας και αγριοκοιτάζοντας τον Λέο.
Εγώ την κοίταξα από κάτω προς τα πάνω. Φάνταζε γιγάντια, με τα χοντρά τριχωτά χέρια της και με νύχια σαν του αρπακτικού, αλλά βαμμένα κόκκινα.
Ήταν αφόρητο το πόσο αγενείς ήταν όλοι. Οι καλοί τρόποι εξαφανίζονταν μέρα με τη μέρα σε μια πόλη όπου όλοι το είχαν βάλει σκοπό να σπάνε παράθυρα και να κλοτσούν όποιον βρισκόταν στον δρόμο τους. Οι καλοί τρόποι δεν χρειάζονταν πια. Κανείς δεν μιλούσε, όλοι φώναζαν. Ο μπαμπάς διαμαρτυρόταν ότι η γλώσσα είχε χάσει όλη την ομορφιά της. Όσο για τη μαμά, τα γερμανικά που ξεχύνονταν από τα μεγάφωνα σε όλη την πόλη είχαν καταντήσει ένα έμεσμα από σύμφωνα.
Σήκωσα τα μάτια μου και είδα ότι από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγαν οι ουρανοί. Μια γκρίζα μάζα σύννεφων προμήνυε καταιγίδα. Ολόγυρά μας ο κόσμος έτρεχε προς την Πύλη του Βρανδεμβούργου, προκειμένου να παρακολουθήσει την παρέλαση που ανακοίνωναν τα μεγάφωνα. Σήμερα ήταν γιορτή: ο καθαρότερος άντρας στη Γερμανία έκλεινε τα πενήντα.
Πόσες ακόμα σημαίες μπορούσε να αντέξει η πόλη; Προσπαθήσαμε να φτάσουμε στη λεωφόρο Ούντερ ντεν Λίντεν, αλλά δεν καταφέραμε να διαπεράσουμε τα στίφη. Παιδιά και νέοι στριμώχνονταν σε παράθυρα, τοίχους και μπαλκόνια για να δουν τη στρατιωτική πομπή. Όλοι τους φαίνονταν να στριγκλίζουν: «Είμαστε ανίκητοι. Θα διαφεντέψουμε τον κόσμο!».
Κοροϊδεύοντας, ο Λέο μιμήθηκε τον χαιρετισμό τους με το δεξί του χέρι, στρίβοντας πάλι τον πήχη του ψηλά σαν τροχονόμος που σταματάει την κίνηση.
«Τρελάθηκες, Λέο;... Αυτοί οι άνθρωποι δεν σηκώνουν αστεία με αυτά τα πράγματα!» είπα εγώ τραβώντας το χέρι του. Ορμήσαμε ξανά μέσα στο πλήθος. Η οδύσσεια τώρα θα ήταν να γυρίσουμε στο σπίτι.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε από ψηλά. Ένα αεροπλάνο πέρασε βολίδα από πάνω μας και ύστερα κι άλλο κι άλλο. Δεκάδες αεροπλάνα πλημμύρισαν τον ουρανό του Βερολίνου. Ο Λέο σοβάρεψε ξαφνικά. Την ώρα που αποχαιρετιόμαστε, πέρασε δίπλα μας ένα έφιππο άγημα. Μας κοίταξαν έκπληκτοι, σαν να έλεγαν: «Γιατί είστε εδώ και όχι στην παρέλαση;».
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφτασα στο σπίτι ήταν να ψάξω να βρω τον άτλαντα. Δεν έβρισκα την Κούμπα στις σελίδες με την Αφρική ούτε στον Ινδικό Ωκεανό ούτε γύρω από την Αυστραλία ούτε κοντά στην Ιαπωνία. Η Κούμπα δεν υπήρχε, δεν εμφανιζόταν σε καμία ήπειρο. Δεν ήταν χώρα ούτε νησί. Χρειαζόμουν μεγεθυντικό φακό για να εξετάσω τα μικρότερα ονόματα, που χάνονταν στις σκούρες μπλε κηλίδες.
Πιθανόν να ήταν ένα νησί μέσα σε κάποιο άλλο νησί ή μια μικροσκοπική χερσόνησος που δεν ανήκε σε κανέναν. Μπορεί να ήταν και ακατοίκητη και να ήμαστε εμείς οι πρώτοι έποικοι.
Θα ξεκινούσαμε από την αρχή και θα κάναμε την Κούμπα μια χώρα ιδανική, όπου καθένας θα μπορούσε να είναι ξανθός ή καστανός, ψηλός ή κοντός, χοντρός ή λεπτός. Όπου θα μπορούσες να αγοράσεις εφημερίδα, να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο, να μιλήσεις όποια γλώσσα θέλεις και να λέγεσαι όπως θέλεις, χωρίς να ασχολείται κανείς με το χρώμα του δέρματός σου ή σε ποιον Θεό πιστεύεις.
Στους νεροχάρτες μας, έστω, η Κούμπα υπήρχε ήδη.